Μεγαλώσαμε όλοι μέσα σε θερμοκήπια. Μας προστάτεψαν από τη ζωή. Δεν μας άφησαν να δούμε τί είναι η ζωή -σαν η ζωή να ήταν κάτι άσχημο κι επικίνδυνο κι έπρεπε να μεγαλώσουμε σε σκεπαστούς κήπους γεμάτους λουλούδια και θαύματα.
Μόνο στην εφηβεία ανοίξαμε την πόρτα με ανυπομονησία και διαπιστώσαμε ότι δεν είμαστε εξοπλισμένοι για να επιζήσουμε στην πραγματικότητα.
Δεν αντέχουμε τον πόνο, γι’ αυτό καταπίνουμε χάπια, ναρκωτικά, γινόμαστε αναίσθητοι, μεθάμε.
Φοβόμαστε να ζήσουμε κι ακόμη πιο πολύ φοβόμαστε να πεθάνουμε.
Κατηγορούμε το παρελθόν, λατρεύουμε να κατηγορούμε το παρελθόν, κι όλο τον κόσμο της εποχής εκείνης, αλλά νιώθουμε ανίκανοι να κάνουμε κάτι για το παρόν ή το μέλλον.
Βλέπουμε τους άλλους με καχυποψία κι ακόμη πιο πολύ τον εαυτό μας. Έχουμε ξεχάσει πώς να ακούμε τις φωνές μας. Δεν συντονιζόμαστε με αυτό που έρχεται από εμάς. Χάνουμε το παρόν, το αφήνουμε να μας ξεφεύγει. Δεν ξέρουμε ότι δική μας είναι η εκλογή, ότι μπορούμε να εκλέξουμε τη χαρά.
Βλέπουμε τους άλλους με καχυποψία κι ακόμη πιο πολύ τον εαυτό μας. Έχουμε ξεχάσει πώς να ακούμε τις φωνές μας. Δεν συντονιζόμαστε με αυτό που έρχεται από εμάς. Χάνουμε το παρόν, το αφήνουμε να μας ξεφεύγει. Δεν ξέρουμε ότι δική μας είναι η εκλογή, ότι μπορούμε να εκλέξουμε τη χαρά.
Μας λείπουν οι στόχοι και δεν καταλαβαίνουμε γιατί ζούμε.
Ποτέ δε ρωτάμε τον εαυτό μας: "Τί κάνω εδώ τώρα;
Ο ρόλος σου στον κόσμο είναι απλώς να πιάνεις τόπο;"
ΛΕΟ ΜΠΟΥΣΚΑΛΙΑ