Ένα άτομο ξεκινά θεραπεία γιατί πονάει, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Μπορεί να έχει άγχος, κατάθλιψη, μπέρδεμα, ματαίωση ή απλώς ολοφάνερα να μην είναι ευτυχισμένο στη ζωή του. Ελπίζει ότι η θεραπεία θα το διευκολύνει να αλλάξει αυτή την κατάσταση, να βελτιώσει τον τρόπο που λειτουργεί στον κόσμο και να ανακαλύψει κάποια καλά συναισθήματα - ίσως και κάποια χαρά. Πονάει, γιατί το έχουν πονέσει. Και ενώ κάποιοι γνωρίζουν ότι η παιδική τους ηλικία ήταν δυστυχισμένη, ότι ήταν φοβισμένοι και μόνοι, οι περισσότεροι πιστεύουν ότι η μιζέρια τους είναι το αποτέλεσμα κάποιας αδυναμίας ή ελαττώματος της προσωπικότητάς τους. Προσβλέπουν στη θεραπεία για να τους βοηθήσει να ξεπεράσουν τις αδυναμίες τους και πρακτικά να γίνουν πιο δυνατοί.
Η εικόνα αυτή έχει αλλάξει σημαντικά τα τελευταία χρόνια καθώς οι άνθρωποι έχουν γίνει πιο θετικοί προς τη θεραπεία και έχουν μάθει ότι τα συναισθηματικά προβλήματα προέρχονται από τραύματα της παιδικής ηλικίας. Τώρα πια, πολλοί είναι αυτοί που θέλουν να μάθουν για το παρελθόν τους και να καταλάβουν γιατί αισθάνονται και φέρονται όπως φέρονται και θέλουν να χρησιμοποιήσουν αυτή τη γνώση για να αλλάξουν, ενίοτε η ζωή τους να γίνει πιο ολοκληρωμένη. Δυστυχώς αυτό μπορεί να πραγματοποιηθεί μέχρι ενός βαθμού, γιατί ο αντίκτυπος του παρελθόντος είναι δομημένος στο σώμα και πέρα από τη θέληση ή τη συνειδητή σκέψη.
Βαθιά και σημαντική αλλαγή μπορεί να παρουσιαστεί μόνο μέσα από παράδοση στο σώμα, μέσα από συναισθηματική απελευθέρωση από το παρελθόν. Το πρώτο βήμα στη διαδικασία είναι το κλάμα.
Το κλάμα είναι μια αποδοχή της τότε και της τωρινής πραγματικότητας. Όταν κλαίμε αισθανόμαστε τη θλίψη μας και συνειδητοποιούμε πόσο πονάμε και πόσο έχουμε πονέσει.
Υπάρχει κοινή πίστη ότι ένα καλό κλάμα μπορεί να κάνει κάποιον να νιώσει καλύτερα. Ένα «καλό κλάμα» είναι βαθύ και αρκετής διάρκειας, ώστε να απελευθερώσει ένα σημαντικό μέρος της έντασης που προέρχεται από κάποια συναισθηματική δυσφορία. Ένα τέτοιο κλάμα παίρνει τη μορφή αναφιλητού που συνοδεύεται από ρυθμικά κύματα, τα οποία κινούνται μέσα στο σώμα. Αυτό είναι το μόνο είδος κλάματος που απαλλάσσει από τον πόνο, τα επώδυνα συναισθήματα και τη μυϊκή ένταση μιας συναισθηματικής κρίσης ή τραύματος.
Εκτός από το κλάμα υπάρχει και το ουρλιαχτό που από την ίδια του τη φύση, έχει πάντα ένα υστερικό στοιχείο, γιατί πρόκειται για έναν ανεξέλεγκτο τρόπο έκφρασης. Μπορεί κάποιος να φωνάξει ελεγχόμενα, αλλά δεν μπορεί να ουρλιάξει με έλεγχο. Το να ουρλιάζεις σημαίνει να εκρήγνυσαι, που με τη σειρά του σημαίνει ότι το Εγώ έχει καταποντιστεί από το συναισθηματικό ξέσπασμα. Είναι μια καθαρτική αντίδραση που εξυπηρετεί την απελευθέρωση του συναισθήματος. Σ' αυτό το βαθμό λειτουργεί σαν βαλβίδα ασφαλείας σε μια ατμομηχανή που θα εκραγεί, αν η πίεση φτάσει πολύ ψηλά. Ένα άτομο, γενικά, ουρλιάζει όταν δεν μπορεί να αντέξει τον πόνο ή το άγχος οποιασδήποτε κατάστασης. Αν κάτω απ' αυτές τις συνθήκες, είναι κανείς ανίκανος να ουρλιάξει, μπορεί να χάσει το μυαλό του και να τρελαθεί.
Υπάρχει ένα ταμπού σ' αυτό τον πολιτισμό σχετικά με την ανεξέλεγκτη συμπεριφορά, επειδή την φοβόμαστε. Θεωρείται, επίσης, σαν αδύνατο σημείο του χαρακτήρα, σαν παιδιάρισμα. Και κατά μια αίσθηση όταν κάποιος ουρλιάζει ή κλαίει, επιστρέφει σε έναν μάλλον παιδικό τύπο συμπεριφοράς. Αλλά μια τέτοια παλινδρόμηση μπορεί να είναι αναγκαία, για να προστατευθεί ο οργανισμός από το καταστροφικό αποτέλεσμα της καταπίεσης των συναισθημάτων.
Η δυνατότητα να παραδώσει κανείς τον έλεγχο στον κατάλληλο χρόνο και τόπο είναι σημείο ωριμότητας και ελέγχου του Εαυτού. Αλλά υπάρχουν τα εξής ερωτήματα:
➽ Αν κάποιος, συνειδητά αποφασίσει να αφεθεί και να παραδοθεί στο σώμα και στα συναισθήματά του, είναι αληθινά εκτός ελέγχου;
➽ Τι έλεγχο μπορεί να έχει ένα άτομο που τρέμει να ουρλιάξει ή είναι τόσο μπλοκαρισμένο από το να κλάψει, ώστε δεν μπορεί να εκφράσει αυτά τα συναισθήματα;
Η δυνατότητα να αφήσει ένας άνθρωπος τον έλεγχο του Εγώ, περιέχει επίσης τη δυνατότητα να διατηρήσει ή να επαναφέρει αυτόν τον έλεγχο όταν είναι αναγκαίο. Όταν κάποιος αφήνεται στις βιοενεργητικές ασκήσεις, κλωτσώντας, χτυπώντας και ουρλιάζοντας, φαινομενικά εκτός ελέγχου, είναι γενικά σε πλήρη επίγνωση του τι συμβαίνει και μπορεί να το σταματήσει όποτε θέλει. Είναι σαν να καβαλάς ένα άλογο. Αν ο καβαλάρης φοβάται να αφεθεί στο άλογο, αν προσπαθεί να ελέγξει κάθε κίνηση του ζώου, σύντομα θα ανακαλύψει ότι δεν έχει κανέναν έλεγχο. Το άτομο που φοβάται τόσο πολύ να αφήσει τον έλεγχο, δεν έχει κανέναν έλεγχο. Ελέγχεται από το φόβο του. Καθώς μαθαίνει να αφήνεται σε έντονα συναισθήματα μέσω της φωνής και της κίνησης, χάνει το φόβο παράδοσης στον Εαυτό.
Έχω ακούσει πολλούς ανθρώπους να λένε με υπερηφάνεια «Έχω επιβιώσει». Καταλαβαίνω αυτό το συναίσθημα αν κάποιος έχει ζήσει σε καταστάσεις που απείλησαν τη ζωή του, όπως τα στρατόπεδα συγκέντρωσης των Ναζί. Αυτή η δήλωση έχει νόημα και για το παρόν και για το μέλλον. Στη πραγματικότητα, το άτομο λέει: «Μπορώ να το αντέξω. Μπορώ να επιβιώσω σε καταστάσεις που άλλοι θα ενέδιδαν. Μπορώ να αντέξω εχθρικές και καταστροφικές επιθέσεις».
Αν κάποιος είναι προγραμματισμένος να επιβιώνει, ούτε προσμένει ούτε ανταποκρίνεται στη χαρά. Μπορεί κανείς να περιμένει από έναν ιππότη με πανοπλία να χορέψει βαλς; Μια συμπεριφορά που προετοιμάζει κάποιον να συναντήσει την καταστροφή, δεν τον προϊδεάζει να απολαύσει τη ζωή. Αυτό δεν σημαίνει ότι αυτά τα άτομα που αυτοπροσδιορίζονται σαν επιβιώσαντες, δεν θέλουν τη χαρά. Αλλά το να θέλεις τη χαρά, είναι διαφορετικό από το να είσαι ανοιχτός σ' αυτή. Αν η επιβίωση είναι η εστίαση της ζωής, δεν μπορεί κάποιος να είναι ανοιχτός στην απόλαυση. Αν κάποιος είναι θωρακισμένος απέναντι σε μια πιθανή επίθεση, δεν είναι ανοιχτός στην αγάπη.
Αν ο δρόμος προς την ευτυχία περνάει μέσα από την παράδοση στον εαυτό -που σημαίνει την παράδοση στα συναισθήματα- το πρώτο βήμα στη θεραπευτική διαδικασία, είναι η αίσθηση και η έκφραση της λύπης. Είναι πραγματικά θλιβερό να έχει περάσει κάποιος τόσα πολλά χρόνια απλώς επιβιώνοντας. Για να εκφραστεί αυτή η λύπη, πρέπει κανείς να κλάψει, αλλά για κάποιους είναι πολύ δύσκολο να το κάνουν.
Το να ξέρεις και να αισθάνεσαι ότι η ανθρώπινη ζωή έχει μια τραγική πλευρά, ότι η λύπη είναι αναπόφευκτη, επιτρέπει σε κάποιον να έχει την εμπειρία μιας ανυπέρβλητης χαράς. Έχουμε πληγωθεί και θα ξαναπληγωθούμε, αλλά θα αγαπηθούμε και θα τιμηθούμε, επειδή είμαστε ολοκληρωμένα ανθρώπινα όντα.
Το να ζούμε τη ζωή σαν ολοκληρωμένα ανθρώπινα όντα, απαιτεί τη δυνατότητα να κλάψουμε βαθιά και ελεύθερα. Αν μπορεί κάποιος να το κάνει, δεν υπάρχει ούτε σύγχυση ούτε απελπισία, ούτε βασανιστήριο γι' αυτό. Τα δάκρυα και τα αναφιλητά μας, ξεπλένουν και ανανεώνουν το πνεύμα ώστε να μπορούμε να ξαναχαρούμε.
Οι περισσότεροι από μας, έχουμε πονέσει πολύ βαθιά και πολύ άσχημα. Έχουμε πολύ πόνο στο σώμα μας για να μας επιτραπεί να παραδοθούμε στον εαυτό. Η λύπη μας φθάνει την απελπισία, την οποία πρέπει να απαρνηθούμε στο όνομα της επιβίωσης. Ο φόβος μάς παραλύει, κι έτσι μπορούμε να λειτουργήσουμε μόνο αν τον καταπιέσουμε και τον αρνηθούμε. Αποκλείουμε τα συναισθήματα δημιουργώντας εντάσεις στο σώμα και περιορίζοντας την αναπνοή, με συνέπεια να αποκόβουμε και την πιθανότητα της χαράς.
Χρειάζεται να ξέρουμε ότι η απελπισία δεν αφορά το παρόν αλλά το παρελθόν. Ο φόβος δεν προέρχεται από μια τωρινή απειλή, αλλά από μια παλιά. Η αλήθεια είναι ότι τα συναισθήματα απελπισίας και φόβου είναι παρόντα, αλλά μόνο επειδή έχουμε βαλσαμώσει το παρελθόν στο σώμα μας. Το παρελθόν συνεχίζει να ζει μέσα απ' αυτή την ένταση. Αν την χαλαρώσουμε, μπορούμε να προχωρήσουμε ελεύθερα.
Αλλά η ένταση μπορεί να χαλαρώσει, μόνο αν εκφραστούν τα συναισθήματα που εμπεριέχονται σ' αυτή. Οι τεχνικές χαλάρωσης βοηθούν μόνο προσωρινά. Μόλις παρουσιαστεί μια κατάσταση στη ζωή που μπορεί να ξυπνήσει τα μπλοκαρισμένα συναισθήματα, το μυϊκό σύστημα συσπάται πάλι, για να τα ελέγξει.
Η θεραπεία είναι μια διαδικασία ανοίγματος προς τη ζωή - μια σωματική και εξίσου ψυχολογική διαδικασία. Αντανακλάται με λαμπερά μάτια, ζεστό χαμόγελο, ευγενικούς τρόπους και μια ανοιχτή καρδιά. Αλλά αν ανοίξουμε την καρδιά, χωρίς να ανοίξουν οι διάδρομοι μέσα από τους οποίους θα περάσει το συναίσθημα της λύπης προς τον κόσμο, αυτό αποτελεί μια κενή πρόθεση. Είναι σαν να ανοίγουμε τις χρηματοθυρίδες ενός χρηματοκιβωτίου, ενώ η πόρτα του είναι κλειδωμένη.
Αλλά αυτή η διαδικασία Ανοίγματος, δεν είναι ούτε γρήγορη ούτε εύκολη. Είναι σαν να μαθαίνεις να περπατάς ξανά. Δοκιμάζεις το έδαφος με κάθε βήμα που κάνεις. Μαθαίνεις να εμπιστεύεσαι τον εαυτό σου και μετά εμπιστεύεσαι και πάλι τη ζωή. Και όπως ένα παιδί που πρέπει να πέσει ξανά και ξανά μέχρι να μάθει να περπατάει έτσι ο καθένας μας θα πέσει επίσης, θα νιώσει τους φόβους του και θα αισθανθεί την ανικανότητά του, αλλά όπως σηκώνεται και προχωρά μπροστά για να προσπαθήσει ξανά και ξανά, θα ωριμάσει με πίστη και εμπιστοσύνη στη σοφία και τη χαρά.
Alexander Lowen
ΧΑΡΑ