Λίγο πολύ όλοι μας δυσκολευόμαστε στη λήψη κάποιων αποφάσεων, ακόμα και σε καθημερινή βάση. Οι αποφάσεις οι οποίες μας δυσκολεύουν είναι οι αποφάσεις στις οποίες εμπλέκεται το συναίσθημα συνήθως, και όχι αυτές που κρίνουμε ως καθαρά λογικές.
Δουλεύει το GPS σου;
Έτσι, αν πρέπει να αποφασίσουμε από ποιο δρόμο θα πάμε σε κάποιο προορισμό τότε βάζουμε το GPS και επιλέγουμε τη διαδρομή που θέλουμε. Αν όμως πρέπει να αποφασίσουμε με ποιον άνθρωπο θα σχετιστούμε, για παράδειγμα, τότε δεν υπάρχει σωστή και λάθος απάντηση. Δεν υπάρχει χάρτης που να μας δείξει το δρόμο που «πρέπει» να ακολουθήσουμε. Ο τρόπος για να πάρουμε τέτοιου είδους αποφάσεις είναι να φτιάξουμε το δικό μας χάρτη ακολουθώντας την εσωτερική μας πυξίδα η οποία θα μας οδηγήσει προς το μέρος το οποίο θέλουμε, δηλαδή το ποια απόφαση θα πάρουμε.
Δυστυχώς οι πυξίδες μας πολλές φορές, δε μας δείχνουν το προς τα που να πάμε αλλά μας δείχνουν το τι να αποφύγουμε μόνο. Κατ΄ αυτόν τον τρόπο η επιλογή προορισμού (δηλαδή η λήψη της απόφασης) γίνεται πολύ δύσκολη αφού ουσιαστικά ξέρουμε προς τα που να μην πάμε και όχι προς τα που να πάμε. Η έλλειψη εσωτερικής κατεύθυνσης οδηγεί στην αναποφασιστικότητα, στην αδυναμία λήψης της απόφασης.
Η δυσκολία του να ξέρεις τι θέλεις
Για πολλούς από εμάς το δυσκολότερο ερώτημα που μπορεί κάποιος να μας θέσει είναι: «Τι θέλεις;» Οι πυξίδες μας, δηλαδή οι πεποιθήσεις μας, τα βαθυθέλω μας, σε κάποιες καταστάσεις δε μας επιτρέπουν να απαντήσουμε στο ερώτημα αυτό με καταφατικό τρόπο. Μπλοκάρουμε επειδή μας λείπει η οδηγία για να απαντήσουμε στην ερώτηση αυτή.
Αυτό συμβαίνει επειδή οι περισσότεροι έχουμε μεγαλώσει σε περιβάλλοντα όπου το ζητούμενο ήταν να κάνουμε το «καλό», το «σωστό», το «άξιο» και όχι αυτό που πραγματικά τότε θέλαμε, σε περιβάλλοντα όπου το να είσαι «καλός», «σωστός», «άξιος» είχαν πιο μεγάλη αξία από το να είσαι ο εαυτός σου. Ως παιδιά τότε δεν είχαμε την ικανότητα να πούμε, «όχι εγώ θα κάνω αυτό που μου αρέσει» αφού τότε μαθαίναμε το τι μας αρέσει, τότε διαμορφώναμε τις προτιμήσεις μας και έτσι μάθαμε να μας αρέσει να είμαστε «καλοί», «σωστοί», «άξιοι».
Το καλό και το κακό
Οι έννοιες αυτές είναι όμως σχετικές, όχι απόλυτες. Οι κοινωνικές συνθήκες κάθε εποχής και κάθε περιοχής καθορίζουν συνήθως τις έννοιες αυτές σε ένα ευρύ φάσμα δραστηριοτήτων.
Η ευρεία συμμετοχή του κράτους στην οικονομική ζωή της χώρας είναι «καλό» σε ένα κομουνιστικό κράτος αλλά «κακό» σε ένα καπιταλιστικό. Το δικαίωμα ψήφου των γυναικών είναι «καλό» τώρα ενώ περίπου 100 χρόνια πιο πριν ήταν «κακό». Το σεξ πριν το γάμο είναι «καλό» σε κάποιες κοινωνίες ενώ είναι «κακό» σε άλλες. Ο γάμος μεταξύ ομόφυλων ζευγαριών είναι «σωστό» για κάποιους ενώ «λάθος» για κάποιους άλλους.
Ακόμα και σε πιο καθημερινές δραστηριότητες υπάρχουν διαφωνίες για το τι είναι «καλό» και «κακό». Έτσι, σύμφωνα με ορισμένους είναι «καλό» να δίνεις χρήματα σε κάποιον που σου ζητάει στο δρόμο ενώ σύμφωνα με άλλους είναι «κακό». Επίσης η πράξη η ίδια δεν είναι αυτή η οποία είναι καθεαυτή «καλή» ή «κακή» αλλά το πλαίσιο μέσα στο οποίο γίνεται.
Για παράδειγμα είσαι «κακός» όταν σκοτώνεις κάποιον, αλλά είσαι «άξιος» όταν σκοτώνεις κάποιον στον πόλεμο ή ακόμα και όντας σε αυτοάμυνα όπως τόσες ταινίες μας μαθαίνουν. Είναι «κακό» να κλέβεις αλλά αν είσαι ο Ρομπέν των Δασών είσαι «άξιος». Είναι «καλό» μέσα σε μια παρέα να βάζει γκολ ο Ολυμπιακός ενώ είναι «κακό» σε μια άλλη παρέα να συμβαίνει το ίδιο.
Όλα είναι σχετικά… Ποιες είναι οι συνέπειες αυτού;
Από όλα αυτά τα παραδείγματα προκύπτει το εύλογο συμπέρασμα ότι το «καλό», το να είσαι «σωστός», «άξιος» είναι έννοιες σχετικές και θα μπορούσαμε να ορίσουμε το «καλό» ως κάτι το οποίο συμφωνεί με κάποιους κανόνες που θέτει η εκάστοτε κοινωνία, η οικογένεια, η θρησκεία, η παρέα. Όταν, λοιπόν, από μικρά παιδιά μαθαίνουμε να είμαστε «καλοί», «σωστοί», «άξιοι» αυτό έχει σαν λογικό επακόλουθο το να έχουμε συνηθίσει να ψάχνουμε για κανόνες να εφαρμόσουμε. Έχουμε συνηθίσει να ψάχνουμε για οδηγίες να ακολουθήσουμε. Και ως γνωστόν οι περισσότεροι κανόνες είναι απαγορευτικοί και όχι προτρεπτικοί…
Η εσωτερική μας πυξίδα μας λέει ψάξε τον κανόνα να εφαρμόσεις, η ασυνείδητη σκέψη μας, μας προτρέπει να βρούμε τι «πρέπει» να γίνει στην περίπτωση που βρισκόμαστε. Έτσι όταν η κατάσταση δεν έχει «σωστό» ή «λάθος» τότε πελαγώνουμε αφού δεν μπορούμε να βρούμε κανόνα να εφαρμόσουμε. Το σύστημα μπλοκάρει!
Η λύση είναι μια:
Είναι απλή, αλλά όχι εύκολη. Χρειάζεται να γνωρίσουμε όσο καλύτερα γίνεται τον εαυτό μας και να αλλάξουμε το κριτήριο των πράξεών μας από το «Τι είναι σωστό να κάνω τώρα» στο «Τι θα μου άρεσε να κάνω τώρα». Προσοχή όμως εδώ. Η γνώση είναι δύναμη και η απάντηση στο «τι θα μου άρεσε να κάνω τώρα» θα πρέπει να συμπεριλαμβάνει και την εκτίμηση των συνεπειών που πιθανώς να υπάρξουν αν το κάνω.
Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν είμαστε ασύδοτοι και δε θα επιβαρύνουμε το κοινωνικό σύνολο αν κάνουμε αυτό που μας αρέσει. Αφού δεν υπάρχει σωστό και λάθος ας κάνουμε τουλάχιστον αυτό που θέλουμε.
Δημήτρης Φλαμούρης
«Ψυχο-λογικές Σχέσεις»