Pulse of love 10/12/2013

Τρίτη 18 Φεβρουαρίου 2014

ΕΝΕΡΓΕΙΑ

Είτε κάνεις την ενέργεια σου δημιουργία είτε θα ξινίσει και θα γίνει καταστροφική. Η ενέργεια είναι επικίνδυνο πράγμα. Αν την έχεις, πρέπει να τη χρησιμοποιήσεις δημι­ουργικά, αλλιώς αργά ή γρήγορα θα βρεις πως έχει γίνει καταστροφική. Έτσι, βρες κάτι, ό,τι θέλεις, για νπ βάλεις μέσα σ’ αυτό την ενέργειά σου. Αν θέλεις, ζωγράφισε ή αν θέλεις χόρεψε ή τραγούδησε ή παίξε ένα όργανο. Οτιδήποτε θέλεις, βρες ένα τρόπο με τον οποίο να μπορείς να χαθείς εντελώς.
Αν μπορείς να χαθείς παίζοντας κιθάρα, πολύ καλά! Εκείνες τις στιγμές που χάνεσαι, η ενέργειά σου θα απελευθερώνεται με δημιουργικό τρόπο. Αν δεν μπορείς να χαθείς μέσα στη ζωγραφική, μέσα στο τραγούδι, μέσα στο χορό, μέσα στο παίξιμο μιας κιθά­ρας ή ενός φλάουτου, τότε θα βρεις κατώ- τερουςτρόπουςγιανα χαθείς: θυμό, οργή, επιθετικότητα. Αυτοί είναι κατώτεροι τρόποι για να χαθείς


Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΕ ΤΟ ΚΟΜΠΟΛΟΪ ΑΠΟ ΔΑΧΤΥΛΑ

Ο Γκωτάμα Βούδα μύησε έναν φονιά στο σάνυας και ο φονιάς δεν ήταν συνηθισμένος δολοφόνος. Το όνομιά του ήταν Ανγκουλιμάλ, που σημαίνει ο άνθρωπος που φοράει γιρλάντα από ανθρώπινο δάχτυλα. Είχε κάνει όρκο ότι θα σκότωνε χίλιους ανθρώπους. Από κάθε έναν, θα έπαιρνε: ένα δάχτυλο, για να θυμάται πόσους είχε σκοτώσει και θα έφτιαχνε μια γιρλάντα από όλα εκείνα τα δάχτυλα.
Είχε εννιακόσια ενενήντα εννέα δάχτυλα. Μόνο ένα έλειπε. Κι εκείνο το ένα έλειπε επειδή κανένας δεν περνούσε από το δρόμο του. Όμως ο Γκωτάμα Βούδας μπήκε σ’ εκείνον τον κλειστό δρόμο. Ο βασιλιάς είχε βάλει φρουρούς οτο δρόμο, για να αποτρέπουν τούς ανθρώπους να περάσουν, ιδιαίτερα τους ξένους, οι οποίοι δεν ήξεραν τι επικίνδυνος άνθρωπος ζούοε πίσω από τα βουνά.
Οι φρουροί είπαν στο Βούδα: «Δεν πρέπει να περάσετε από αυτόν το δρόμο. Εκεί ζει ο Ανγκουλιμάλ. Παλιά, τον επισκεπτόταν η μητέρα του. Ήταν ο μόνος άνθρωπος που τον επισκεπτόταν μια στο τόσο, μα ακόμη κι εκείνη οταμάτηοε να έρχεται. Την τελευταία φορά που πήγε να τον δει, της είπε: Μου λείπει μόνο ένα δάχτυλο κγ επειδή είσαι η μητέρα μου, αυτό δεν σημαίνει...
Σε προειδοποιώ πως αν ξανάρθεις εδώ, δεν θα γυρίσεις πίσω. Χρειάζομαι ένα δάχτυλο απεγνωσμένα. Μέχρι τώρα, δεν σε σκότωσα, επειδή υπήρχαν διαθέσιμοι άλλοι άνθρωποι, τώρα όμως δεν περνάει κανένας αυτό το δρόμο. Έτσι, σε: προειδοποιώ ότι την επόμενη φορά που θα έρθεις, η ευθύνη θα είναι δική σου, από τότε, η μητέρα του δεν έχει έρθει είπαν στον Βούδα: «Μην μπαίνετε στον κόπο»

Και ξέρεις τι τους είπε ο Βούδας

 
.. Αν δεν πάω εγώ, τότε ποιός θα πάει; Είτε θα τον αλλάξω και δεν μπορώ να χάσω αυτή την πρόκληση είτε θα πεθάνω.. Έτσι κι αλλιώς, θα πεθάνω μια μέρα το να δώσω το κεφάλι μου στον Ανγκουλιμάλ, θα είχε κάποια χρησιμότητα. Αλλιώς, μια μέρα θα πεθάνω και απλώς θα με βάλετε πάνω στη νεκρική φωτιά. Νομίζω πως είναι προτιμότερο να ικανοποιήσω την επιθυμία κάποιου και να δώοω στο νου του ειρήνη. Είτε θα με σκοτώσει εκείνος είτε θα τον σκοτώσω εγώ, πάντως θα αντιμετωπίσουμε ο ενας τον αλλον. Οδηγείστε με σ’ αυτόν.
Οι άνθρωποι που ακολουθούσαν συνοδοιπόροι του, σι οποίοι αγωνιούσαν για το ποιος θα βρίσκεται πιο κοντά του άρχισαν να μικραίνουν το βήμα τους. Σύντομα, υπήρχε απόσταση χιλιομέτρων, ανάμεσα στο Βούδα και τους μαθητές του. Όλοι ήθελαν να δουν τι συμβαίνει μα δεν ήθελαν και να βρίσκονται πάρα πολύ κοντά.
Ο Ανγκουλιμάλ καθόταν πάνω σε ένα βρόχο και παρακολουθούσε. Δεν μπορούσε να πιστέψει στα μάτια του. Ένας πολύ όμορφος άνθρωπος, με ιόοο απέραντη χάρη, ερχόταν προς το μέρος του. Ποιός μπορούσε να είναι αυτός ο άνθρωπος; Δεν είχε άκου σει ποτέ τον Γκωτάμα Βούδα, αλλά ακόμα και αυτη η σκληρή καρδιά του Ανγκουλιμάλ άρχιοε να νιώθει μια ιδιαίτερη τρυφερότητα γι’ αυτόν τον άνθρωπο. Φαινόταν τόσο όμορφος, καθώς πλησίαζε προς το μέρος του.
Ήταν νωρίς το πρωί. Καθώς ανέτειλε ο ήλιος, ένα δροσερό αεράκι... και τα πουλιά τραγουδούσαν και τα λουλούδια είχαν ανοίξει. Και ο Βούδας ερχόταν ολοένα και πιο κοντά. Τελικά, ο Ανγκουλιμάλ, με το σπαθί του γυμνό οτο χέρι του, φώναξε: «Σταμάτα!» 
Ο Γκωτάμα Βούδας βρισκόταν μισό μέτρο μακριά και ο Ανγκουλιμάλ είπε: «Μην κάνεις άλλο βήμα, επειδή η ευθύνη δεν θα είναι δική μου. Μπορεί να μην ξέρεις ποιος είμαι.»
Ο Βούδας είπε: «Εσύ ξέρεις ποιός είσαι;»
Ο Ανγκουλιμάλ είπε: «Δεν είναι εκεί το θέμα. Δεν είναι ούτε ο τόπος ούτε ο χρόνος για να συζητάμε τέτοια θέματα. Κινδυνεύει η ζωή σου!»
Ο Βούδας είπε: «Εγώ άλλα βλέπω. Η δική σου ζωή κινδυνεύει.»
Ο άνθρωπος είπε: «Νόμιζα πως εγώ ήμουν ο τρελός, μα εσύ είσαι στ’ αλήθεια τρελός. Κι εξακολουθείς να έρχεσαι ακόμα πιο κοντά. Τότε, μην πεις ότι σκότωσα έναν αθώο. Φαίνεσαι τόσο αθώος και τόσο όμορφος, που θέλω να γυρίσεις πίσω. Θα βρω κάποιον άλλο. Μπορώ να περιμένω, δεν υπάρχει βιασύνη. Αφού μπόρεσα να καταφέρω εννιακόσιουςενενήντα εννιά...
Μόνο ένας ακόμα, αλλά μη με αναγκάσεις να σε σκοτώσω.» 

 Ο Βούδας ήρθε πάρα πολύ κοντά και τα χέρια του Ανγκουλιμάλ άρχισαν να τρέμουν. Αυτός ο άνθρωπος ήταν τόσο όμορφος, τόσο αθώος, ιόοο σαν παιδί. Τον είχε ήδη ερωτευτεί. Είχε σκοτώσει τόσο πολλούς ανθρώπους. Όμως ποτέ δεν είχε νιώσει αυτή την αδυναμία, ποτέ δεν είχε νιώσει τι είναι αγότιη. Για πρωτη φορά, ήταν γεμάτος αγότιη. Έτσι, υπήρχε μια αντίφαση: Για ιπρώτη φορά, το χέρι κρατούσε το σπαθί, για να σκοτώσει και η καρδιά έλεγε: «Βάλε το σπαθί πίσω στη θήκη.»
Ο Βούδας είπε: «Εγώ είμαι έτοιμος, μα γιατί τρέμει το χέρι σου; Αφού είσαι μεγάλος πολεμιστής, ακόμα και βασιλιάδες σε φοβούνται κι εγώ είμαι ένας φτωχός ζητιάνος. Εκτός από την κουτιά μου, δεν έχω τίποτε άλλο. Μπορείς να με σκοτώσεις και θα είμαι τρομερά ικανοποιημένος, που τουλάχιστον ο θάνατός μου ικανοποίησε την επιθυμία ενός ανθρώπου. Η ζωή μου υπήρξε χρήσιμη, ας είναι χρήσιμος και ο θάνατός μου. Πριν όμως μου κόψεις το κεφάλι, έχω μια μικρή επιθυμία και νομίζω ότι θα ικανοποιήσεις την επιθυμία μου, πριν με σκοτώσεις.»
Μμπροστά από το θάνατο, ακόμα και ο σκληρότερος εχθρός ικανοποιεί οποιαδήποτε επιθυμία. 
Ο Ανγκουλιμάλ είπε: «Τι θέλεις;» 
 Ο Βούδας είπε: «Θέλω νο κόψεις από αυτό το δέντρο ένα κλαδί, που να είναι γεμάτο λουλούδια. Ποτέ δεν θα ξαναδώ λουλούδια. Θέλω να δω αυτά τα λουλούδια από κοντά, να νιώοω την ευωδιά τους και την ομορφιά τους το μεγαλείο τους, μέοα στον πρωινό ήλιο.»
Έτσι, ο Ανγκουλιμάλ έκοψε με το σπαθί του ένα μεγάλο κλαδί, γεμάτο λουλούδια. Και πριν το δώσει στο Βούδα, ο Βούδας τού είπε: «Αυτή ήταν μόνο η μισή επιθυμία μου. Η άλλη μιοή είναι, να βάλεις οε παρακαλώ αυτό το κλαδί πίοω, πάνω στο δέντρο.»
Ο Ανγκουλιμάλ είπε: «Από την αρχή οκεφτόμουν πως είοαι τρελός. Αυτή είναι η πιο τρελή επιθυμία. Πώς μπορώ να το βάλω πίσω, πάνω στο δέντρο;»

 Ο Βούδας είπε: «Αν δεν μπορείς να δημιουργήοεις, δεν έχεις το δικαίωμα να καταστρέφεις. Αν δεν μπορείς να δώσεις ζωή, δεν έχεις δικαίωμα να δώσεις θάνατο οε κανένα ζωντανό πλάομα.»
Μια στιγμή σιωπής και μια στιγμή μεταμόρφωσης...
Το σπαθί έπεσε από το χέρι τού Ανγκουλιμάλ στα πόδια τού Βούδα και είπε: «Δεν ξέρω ποιος είσαι, μα όποιος κι αν είσαι, πάρε με μαζί σου. Μύησέ με.»
Ωστόσο, οι μαθητές τού Βούδα είχαν φτάσει κοντά. Βρισκόταν γύρω από τους δύο άντρες κι όταν ο Ανγκουλιμάλ έπεσε στα πόδια του Βούδα, ήρθαν αμέσως κοντά. Κάποιος είπε: «Μη μυήσεις αυτόν Είναι φονιάς!»
Ο Βούδας είπε και πάλι: «Αν δεν τον μυήσω εγώ τότε ποιος θα τον μυήσει; Εγώ αγαπώ αυτόν άνθρωπο. Αγαπώ το θάρρος του. Και μπορώ να δω τη δυνατότητα μέσα του. Ένας άντρας μόνος του που παλεύει εναντίον ολόκληρου τού κόσμου. Θέλω αυτό το είδος ανθρώπου, που μπορεί να σταθεί εναντίον ολόκληρου του κόσμου. Μέχρι τώρα ήταν εναντία στον κόσμο με το οπαθί. Τώρα θα είναι εναντίον του κόσμου με τη συνειδητοτητα η όποια είναι πολύ πιο κοφτερή από οποιοδήποτε σπαθί. Σας είπα ότι θα γινόταν φόνος, μα δεν σας είπα ποιος θα σκότωνε ποιον. Είτε θα σκοτωνόμουν εγώ είτε ο Ανγκουλιμάλ. 

Τώρα, μπορείτε να δείτε ότι σκοτώθηκε ο Ανγκουλιμάλ;
Και ποιός είμαι εγώ να κρίνω....



Osho
  ¨το ταρώ της μεταμόρφωσης¨