Χαρταετός και Νούφαρο
Η μουσική με ταξίδευε και το άγγιγμα με χαλάρωνε και με ηρεμούσε....
Ένιωθα την καρδιά μου ζωντανή. Την ένιωθα να χτυπά δυνατά. Σαν να ήθελε να μου μιλήσει και να μου δείξει όλα αυτά που έχει κρυμμένα μέσα της. Καταστάσεις όμορφες, άσχημες. Γεγονότα της ζωής μου που μ’ έκαναν ν’ αλλάξω και ν’ απομακρυνθώ απ’ αυτήν.
Ήθελα πολύ να τη συναντήσω αλλά ξύπνησε φόβος μέσα μου γι’ αυτό που πρόκειται να δω, να ζήσω. Φοβόμουν μην πονέσω πάλι…
«Γιατί τώρα νομίζεις ότι δεν πονάς άκουσα μια φωνή να μου ψιθυρίζει. Ήρθε η ώρα να μεγαλώσεις, να ωριμάσεις και κανένας δεν μπορεί να μεγαλώσει χωρίς να περάσει μέσα από τον πόνο. Μπες με θάρρος, με εμπιστοσύνη στο μονοπάτι του μεγαλώματος και αργά ή γρήγορα, περνώντας μέσα από τις συμπληγάδες του πόνου, θα οδηγηθείς στην ενότητα, στην γαλήνη, στην αγάπη, στην ελευθερία. Αν δεν μπορέσεις τώρα ν΄ αγγίξεις τον πυθμένα της κόλασης, ποτέ δεν θα μπορέσεις να γνωρίσεις τι είναι παράδεισος.»
Η καρδιά μου άρχισε να χτυπά γρήγορα στέλνοντας αγάπη παντού μέσα μου. Ήταν σαν να μου έλεγε: «Κάνε τη βουτιά στο κενό και εγώ θα είμαι εδώ, μαζί σου.»
Κάθε χτύπος της με γέμιζε με δύναμη και πίστη ότι μπορώ να τα καταφέρω Άνοιξα τα μάτια της ψυχής μου και αφέθηκα…
Περίεργες εικόνες ξετυλίχθηκαν μπροστά μου. Είδα το κεφάλι μακρύτερα από το σώμα να στρέφεται προς όλες τις κατευθύνσεις. Ένιωθε χαρούμενο κι ελεύθερο. Ευχαριστημένο που είχε αποκοπεί από το υπόλοιπο σώμα γιατί δεν του άρεσε καθόλου ότι συνέβαινε εκεί.
Το σώμα σχεδόν ακίνητο ήταν χωρισμένο στη μέση. Η δεξιά πλευρά του σώματος ήταν ένας τόπος φωτεινός. Μια λίμνη με κρυστάλλινα, καθαρά νερά και το δεξί χέρι ήταν ένα νούφαρο με πράσινα και άσπρα μεγάλα φύλλα. Είχε ρίζες στο βυθό και μακρύ κοτσάνι που του επέτρεπε να κάνει μικρά ταξίδια στο νερό.
Δεν το ενοχλούσαν οι ρίζες και το κοτσάνι που του έδιναν «ψεύτικη ελευθερία». Αντίθετα αυτό του έδινε σιγουριά. Ήταν χαρούμενο που ζούσε σε μια ελεγχόμενη κατάσταση. Ένιωθε ότι τίποτα δεν μπορούσε να «ταράξει τα νερά» του. Όλα γύρω του ήταν, όπως ήθελε.
Η αριστερή πλευρά του σώματος ήταν ένας τόπος μουντός και μουχλιασμένος, χωμένος μέσα σε μια υγρή, μαύρη ατμόσφαιρα που της δημιουργούσε θλίψη. Το αριστερό χέρι ήταν ένας χαρταετός, πολύχρωμος, δεμένος όμως σε ένα μεγάλο κρίκο στη γη. Μπορούσε να πετάξει ελάχιστα όμως δεν τον ικανοποιούσε αυτή η αίσθηση της ψεύτικης ελευθερίας. Για’ αυτό, παρέμενε αφημένος στο γρασίδι, ακίνητος όπως ο νεκρός στον τάφο του.
Το δεξί μέρος του σώματος άρχισε να παίζει, να διασκεδάζει. Το πόδι και το χέρι χόρευαν χαρούμενα όμως κάτι τα κρατούσε πίσω. Ήταν η αριστερή πλευρά του σώματος που συνέχιζε να είναι κολλημένη στη γη.
Το Δεξί άρχισε να θυμώνει μαζί της. Δεν άντεχε ούτε να τη βλέπει, ούτε να της μιλάει. Δεν του άρεσε η μιζέρια και η αδυναμία της. Το αριστερό μέρος του σώματος παραπονιόταν κι έκλαιγε. Ψιθύριζε με παιδική φωνή ότι ένιωθε μοναξιά και στεναχωριόταν. Δεν του άρεσε η μαυρίλα και αυτή η αρρωστημένη κατάσταση που επικρατούσε. Περισσότερο απ’ όλα το στεναχωρούσε που ενώ το χέρι ήταν χαρταετός δεν είχε τη δυνατότητα να πετάξει.
Η δεξιά πλευρά του σώματος έκανε απεγνωσμένες προσπάθειες να ξεφύγει από τον μαύρο και μουχλιασμένο τόπο που βρισκόταν δίπλα της. Θύμωνε, έβριζε και χτυπούσε το αριστερό μέρος επειδή προτιμούσε να είναι μόνη της.
Το κεφάλι γύριζε στο χώρο νιώθοντας αδιαφορία γι’ αυτά που συνέβαιναν. Όμως κάποια στιγμή συνειδητοποίησε ότι είναι κι αυτό μέρος του συνόλου και δεν το ευχαριστούσε καθόλου η κατάσταση αυτή. Έβλεπε το λυπημένο αριστερό κι αποφάσισε να κάνει κάτι. Κινήθηκε προς τα κάτω κι ενώθηκε πάλι με το σώμα για να μπορεί να γίνει μεσολαβητής.
Το Δεξί ήταν ανένδοτο. Δεν ήθελε ούτε κουβέντες, ούτε επαφές με το αδύναμο και μουντό Αριστερό. Αυτό τότε θύμωσε κι άρχισε να επαναστατεί, να προβάλλει τα θέλω του. Του φώναξε λοιπόν με δυνατή φωνή ότι δεν θα μπορούσε να κάνει τίποτα στη ζωή του αν δεν καταλάβαινε ότι για πάντα θα πορεύονταν μαζί. Και ότι είναι καλύτερα να προχωράνε και να πετάνε αδελφωμένα παρά να το έσερνε συνέχεια πίσω του.
Το Αριστερό εισέπραξε για όλα αυτά μια αδιαφορία που το θύμωσε ακόμη περισσότερο και το έκανε να πει με δυνατή φωνή:
«Τι νομίζεις ότι είσαι; Δεν είσαι παρά ένα νούφαρο!
Που νομίζεις ότι μπορείς να πας; Θα ‘σαι πάντα κολλημένο στο βυθό και θα επιπλέεις μόνο ένα μέτρο γύρω, γύρω. Τι ελευθερία είναι αυτή που έχεις; Εγώ όμως είμαι αετός κι όταν καταφέρω να κόψω τα δεσμά μου θ’ ανέβω ψηλά στον ουρανό. Θα μπορώ να πηγαίνω όπου θέλω σαν τον άνεμο.
Χαζέ κι εγωιστή», συνέχισε «ξέρεις πού θα μπορούσαμε να πάμε αετός και νούφαρο μαζί; Παντού! Να ζήσουμε πραγματικά. Γιατί πιστεύεις ότι άρχισα να κινούμαι λίγο προς τα πάνω; Το κάνω μήπως και με δεις και σε προσελκύσω. Μήπως σε κάνω να νιώσεις λίγο ενδιαφέρον και για μένα που μια ζωή σέρνομαι πίσω σου»...
Κάτι άλλαξε τότε. Το Δεξί μαλάκωσε λίγο και γύρισε κοιτώντας το Αριστερό προσεκτικά. Νιώθοντας το ενδιαφέρον του που του έδειχνε, το Αριστερό άρχισε να φωτίζεται. Να γίνεται άσπρο και λαμπερό. Ξαφνικά τα δεσμά του χαρταετού κόπηκαν και πήγε να πάρει το νούφαρο για ένα ταξίδι πέρα από το συνηθισμένο.
Το σώμα άρχισε να ενώνεται και να γίνεται όλο φωτεινό, υπαρκτό. Κι όσο ανέβαιναν χαρταετός και νούφαρο ψηλά ανέβαινε κι όλο το σώμα μαζί με το κεφάλι. Είχαν όλα μια περίεργη αίσθηση αρμονίας.
Βρέθηκαν πάνω σ’ ένα σύννεφο να παιχνιδίζουν και να χαίρονται. Τα πλημμύρισε το φως του ήλιου κι έτσι χαρταετός και νούφαρο έγιναν χέρια. Ολόκληρο το σώμα πια ενωμένο, δυνατό, ανάλαφρο, ζωντανό, αφέθηκε στην ευεργετική ενέργεια του ήλιου. Έντονα συναισθήματα γαλήνης κι ευφορίας...
Σταδιακά η προσοχή μου γύρισε στο τώρα και στο χώρο που βρισκόμουν. Καθώς άρχισα να ακούω όλους τους ήχους γύρω μου ένιωσα τα δύο μου πόδια να πλησιάζουν το ένα το άλλο και να αγγίζονται. Το Αριστερό χέρι αγκάλιασε τον δεξί ώμο και το δεξί χέρι στήριξε την αριστερή πλευρά. Αυτό όμως δεν τους άρεσε και άλλαξαν θέση.
Έπρεπε το Δεξί, η λογική, να μάθει να αγκαλιάζει και το Αριστερό, το συναίσθημα, να μάθει να στηρίζει....
Ένιωθα την καρδιά μου ζωντανή. Την ένιωθα να χτυπά δυνατά. Σαν να ήθελε να μου μιλήσει και να μου δείξει όλα αυτά που έχει κρυμμένα μέσα της. Καταστάσεις όμορφες, άσχημες. Γεγονότα της ζωής μου που μ’ έκαναν ν’ αλλάξω και ν’ απομακρυνθώ απ’ αυτήν.
Ήθελα πολύ να τη συναντήσω αλλά ξύπνησε φόβος μέσα μου γι’ αυτό που πρόκειται να δω, να ζήσω. Φοβόμουν μην πονέσω πάλι…
«Γιατί τώρα νομίζεις ότι δεν πονάς άκουσα μια φωνή να μου ψιθυρίζει. Ήρθε η ώρα να μεγαλώσεις, να ωριμάσεις και κανένας δεν μπορεί να μεγαλώσει χωρίς να περάσει μέσα από τον πόνο. Μπες με θάρρος, με εμπιστοσύνη στο μονοπάτι του μεγαλώματος και αργά ή γρήγορα, περνώντας μέσα από τις συμπληγάδες του πόνου, θα οδηγηθείς στην ενότητα, στην γαλήνη, στην αγάπη, στην ελευθερία. Αν δεν μπορέσεις τώρα ν΄ αγγίξεις τον πυθμένα της κόλασης, ποτέ δεν θα μπορέσεις να γνωρίσεις τι είναι παράδεισος.»
Η καρδιά μου άρχισε να χτυπά γρήγορα στέλνοντας αγάπη παντού μέσα μου. Ήταν σαν να μου έλεγε: «Κάνε τη βουτιά στο κενό και εγώ θα είμαι εδώ, μαζί σου.»
Κάθε χτύπος της με γέμιζε με δύναμη και πίστη ότι μπορώ να τα καταφέρω Άνοιξα τα μάτια της ψυχής μου και αφέθηκα…
Περίεργες εικόνες ξετυλίχθηκαν μπροστά μου. Είδα το κεφάλι μακρύτερα από το σώμα να στρέφεται προς όλες τις κατευθύνσεις. Ένιωθε χαρούμενο κι ελεύθερο. Ευχαριστημένο που είχε αποκοπεί από το υπόλοιπο σώμα γιατί δεν του άρεσε καθόλου ότι συνέβαινε εκεί.
Το σώμα σχεδόν ακίνητο ήταν χωρισμένο στη μέση. Η δεξιά πλευρά του σώματος ήταν ένας τόπος φωτεινός. Μια λίμνη με κρυστάλλινα, καθαρά νερά και το δεξί χέρι ήταν ένα νούφαρο με πράσινα και άσπρα μεγάλα φύλλα. Είχε ρίζες στο βυθό και μακρύ κοτσάνι που του επέτρεπε να κάνει μικρά ταξίδια στο νερό.
Δεν το ενοχλούσαν οι ρίζες και το κοτσάνι που του έδιναν «ψεύτικη ελευθερία». Αντίθετα αυτό του έδινε σιγουριά. Ήταν χαρούμενο που ζούσε σε μια ελεγχόμενη κατάσταση. Ένιωθε ότι τίποτα δεν μπορούσε να «ταράξει τα νερά» του. Όλα γύρω του ήταν, όπως ήθελε.
Η αριστερή πλευρά του σώματος ήταν ένας τόπος μουντός και μουχλιασμένος, χωμένος μέσα σε μια υγρή, μαύρη ατμόσφαιρα που της δημιουργούσε θλίψη. Το αριστερό χέρι ήταν ένας χαρταετός, πολύχρωμος, δεμένος όμως σε ένα μεγάλο κρίκο στη γη. Μπορούσε να πετάξει ελάχιστα όμως δεν τον ικανοποιούσε αυτή η αίσθηση της ψεύτικης ελευθερίας. Για’ αυτό, παρέμενε αφημένος στο γρασίδι, ακίνητος όπως ο νεκρός στον τάφο του.
Το δεξί μέρος του σώματος άρχισε να παίζει, να διασκεδάζει. Το πόδι και το χέρι χόρευαν χαρούμενα όμως κάτι τα κρατούσε πίσω. Ήταν η αριστερή πλευρά του σώματος που συνέχιζε να είναι κολλημένη στη γη.
Το Δεξί άρχισε να θυμώνει μαζί της. Δεν άντεχε ούτε να τη βλέπει, ούτε να της μιλάει. Δεν του άρεσε η μιζέρια και η αδυναμία της. Το αριστερό μέρος του σώματος παραπονιόταν κι έκλαιγε. Ψιθύριζε με παιδική φωνή ότι ένιωθε μοναξιά και στεναχωριόταν. Δεν του άρεσε η μαυρίλα και αυτή η αρρωστημένη κατάσταση που επικρατούσε. Περισσότερο απ’ όλα το στεναχωρούσε που ενώ το χέρι ήταν χαρταετός δεν είχε τη δυνατότητα να πετάξει.
Η δεξιά πλευρά του σώματος έκανε απεγνωσμένες προσπάθειες να ξεφύγει από τον μαύρο και μουχλιασμένο τόπο που βρισκόταν δίπλα της. Θύμωνε, έβριζε και χτυπούσε το αριστερό μέρος επειδή προτιμούσε να είναι μόνη της.
Το κεφάλι γύριζε στο χώρο νιώθοντας αδιαφορία γι’ αυτά που συνέβαιναν. Όμως κάποια στιγμή συνειδητοποίησε ότι είναι κι αυτό μέρος του συνόλου και δεν το ευχαριστούσε καθόλου η κατάσταση αυτή. Έβλεπε το λυπημένο αριστερό κι αποφάσισε να κάνει κάτι. Κινήθηκε προς τα κάτω κι ενώθηκε πάλι με το σώμα για να μπορεί να γίνει μεσολαβητής.
Το Δεξί ήταν ανένδοτο. Δεν ήθελε ούτε κουβέντες, ούτε επαφές με το αδύναμο και μουντό Αριστερό. Αυτό τότε θύμωσε κι άρχισε να επαναστατεί, να προβάλλει τα θέλω του. Του φώναξε λοιπόν με δυνατή φωνή ότι δεν θα μπορούσε να κάνει τίποτα στη ζωή του αν δεν καταλάβαινε ότι για πάντα θα πορεύονταν μαζί. Και ότι είναι καλύτερα να προχωράνε και να πετάνε αδελφωμένα παρά να το έσερνε συνέχεια πίσω του.
Το Αριστερό εισέπραξε για όλα αυτά μια αδιαφορία που το θύμωσε ακόμη περισσότερο και το έκανε να πει με δυνατή φωνή:
«Τι νομίζεις ότι είσαι; Δεν είσαι παρά ένα νούφαρο!
Που νομίζεις ότι μπορείς να πας; Θα ‘σαι πάντα κολλημένο στο βυθό και θα επιπλέεις μόνο ένα μέτρο γύρω, γύρω. Τι ελευθερία είναι αυτή που έχεις; Εγώ όμως είμαι αετός κι όταν καταφέρω να κόψω τα δεσμά μου θ’ ανέβω ψηλά στον ουρανό. Θα μπορώ να πηγαίνω όπου θέλω σαν τον άνεμο.
Χαζέ κι εγωιστή», συνέχισε «ξέρεις πού θα μπορούσαμε να πάμε αετός και νούφαρο μαζί; Παντού! Να ζήσουμε πραγματικά. Γιατί πιστεύεις ότι άρχισα να κινούμαι λίγο προς τα πάνω; Το κάνω μήπως και με δεις και σε προσελκύσω. Μήπως σε κάνω να νιώσεις λίγο ενδιαφέρον και για μένα που μια ζωή σέρνομαι πίσω σου»...
Κάτι άλλαξε τότε. Το Δεξί μαλάκωσε λίγο και γύρισε κοιτώντας το Αριστερό προσεκτικά. Νιώθοντας το ενδιαφέρον του που του έδειχνε, το Αριστερό άρχισε να φωτίζεται. Να γίνεται άσπρο και λαμπερό. Ξαφνικά τα δεσμά του χαρταετού κόπηκαν και πήγε να πάρει το νούφαρο για ένα ταξίδι πέρα από το συνηθισμένο.
Το σώμα άρχισε να ενώνεται και να γίνεται όλο φωτεινό, υπαρκτό. Κι όσο ανέβαιναν χαρταετός και νούφαρο ψηλά ανέβαινε κι όλο το σώμα μαζί με το κεφάλι. Είχαν όλα μια περίεργη αίσθηση αρμονίας.
Βρέθηκαν πάνω σ’ ένα σύννεφο να παιχνιδίζουν και να χαίρονται. Τα πλημμύρισε το φως του ήλιου κι έτσι χαρταετός και νούφαρο έγιναν χέρια. Ολόκληρο το σώμα πια ενωμένο, δυνατό, ανάλαφρο, ζωντανό, αφέθηκε στην ευεργετική ενέργεια του ήλιου. Έντονα συναισθήματα γαλήνης κι ευφορίας...
Σταδιακά η προσοχή μου γύρισε στο τώρα και στο χώρο που βρισκόμουν. Καθώς άρχισα να ακούω όλους τους ήχους γύρω μου ένιωσα τα δύο μου πόδια να πλησιάζουν το ένα το άλλο και να αγγίζονται. Το Αριστερό χέρι αγκάλιασε τον δεξί ώμο και το δεξί χέρι στήριξε την αριστερή πλευρά. Αυτό όμως δεν τους άρεσε και άλλαξαν θέση.
Έπρεπε το Δεξί, η λογική, να μάθει να αγκαλιάζει και το Αριστερό, το συναίσθημα, να μάθει να στηρίζει....
namaste
δέσποινα παλαμάρη
δέσποινα παλαμάρη