Φοβάμαι όσα βολέματα βαφτίσαμε ευτυχία, τις σκηνές με δανεικά κοστούμια και τους ηθοποιούς που απαγγέλουν μηχανικά τα λόγια τους.
Φοβάμαι τους σεμνότυφους, που σκορπούν με το τσουβάλι την ηθική τους αλλά μυστικά φθονούν τους Ζορμπάδες του κόσμου μας.
Φοβάμαι τον χρόνο που τρέχει, τις κυλιόμενες σκάλες που μας οδηγούν πιο γρήγορα στη δύση, τους επιβάτες που σπρώχνονται για ένα κάθισμα στο μετρό και για μια θέση στο δημόσιο.
Φοβάμαι τα μάτια που δεν συνοδεύουν τα χαμόγελα, τους τέλειους που πνιγμένοι στο αψεγάδιαστο ποτάμι τους δεν αναθεωρούν, δεν αλλάζουν και δεν βλέπουν πέρα από τη μικροαστική τους μύτη.
Φοβάμαι αυτούς που τα έμαθαν όλα σε τούτη τη ζωή και πια περισπούδαστα και κοφτά απλώς μας τα ανακοινώνουν.
Φοβάμαι μήπως ο κόσμος γέμισε από φιλήσυχους ανθρώπους που κοιτούν το σπιτάκι και τη δουλίτσα τους καθώς καρφάκι δεν τους καίγεται για όσες βόμβες προσγειώνονται σε ξένα κεφάλια.
Φοβάμαι εκείνους που περιφέρουν την εθνικότητά τους ως παράσημο υπεροχής και θαρρούν πως το ένδοξο παρελθόν θα τους σώσει από το θρασύδειλο παρόν τους.
Φοβάμαι τους αριστερούς που κατηγορούν τους δεξιούς και τους δεξιούς που στοχοποιούν αριστερούς. Υποψιάζομαι πως οι αντιμαχίες τους αποτελούν το ιδανικό πρόσχημα για να παραμείνουν αμετανόητα ίδιοι, βολεμένοι ωχαδελφιστές που απαιτούν μια δικαιοσύνη για την οποία ουδέποτε αγωνίστηκαν.
Φοβάμαι πως ποσώς μας ενδιαφέρει τελικά να αγωνιστούμε. Επιθυμούμε απλώς να την σκαπουλάρουμε για λίγο ακόμη, να γυαλίσουμε το διαμέρισμά μας και να μοστράρουμε το αυτοκίνητο στον γείτονα.
Φοβάμαι τους γάμους που θυμίζουν συμβόλαια θανάτου, τις βέρες που προχωρούν χέρι χέρι με τις κοινωνικές συμβάσεις και τους χλιαρούς εραστές που βαφτίσαμε αξιοζήλευτες σχέσεις.
Φοβάμαι όσους κόβουν και ράβουν την αφεντιά τους στα μέτρα του συντρόφου τους, αυτούς που για χάρη του άλλου τους μισού δεν έγιναν ποτέ ολόκληροι.
Φοβάμαι τις ψεύτικες ευγένειες, τα επιτηδευμένα χαμόγελα που ξεχειλίζουν πλήξη. Φοβάμαι τους σοβαροφανείς, που μας φορούν καπέλο τα χιλιάδες απωθημένα τους και τους σκληροπυρηνικούς οικογενειάρχες που στηρίζουν τα θεμέλια του σπιτιού τους σε δεσμούς αίματος κι όχι καρδιάς.
Φοβάμαι όσους φίλους δεν αποχαιρετήσαμε την ώρα που έπρεπε, βιώνοντας την πτώση τους στα μάτια μας και την αμήχανη σιωπή στους καφέδες μας. Φοβάμαι εκείνους που μετρούν τα κεράκια στα γενέθλιά μας στριμώχνοντάς μας στα άβολα κοστούμια των ηλικιακών περγαμηνών τους.
Φοβάμαι όσους πιστεύουν πως είμαστε πολύ νέοι ή αδιανόητα μεγάλοι για να διεκδικήσουμε τα όνειρά μας. Ίσως ποτέ τους δεν κάηκαν από τη φλόγα των δικών τους πόθων. Και φοβάμαι πως για κάθε ζωή που δε βιώθηκε στο έπακρο, μια ακόμη πανίσχυρη κατάρα εξαπλώνεται στο σύμπαν κι οι ψυχές δένονται σφιχτότερα στις αλυσίδες τους.
Φοβάμαι τους «φωτισμένους», που επίμονα μας συμβουλεύουν να μένουμε μακριά από τους τοξικούς ανθρώπους. Φοβάμαι ότι δεν αντιληφθήκαμε ακόμη πως τις φλέβες όλων μας κυλά μια κάποια τοξικότητα αφού οι σκιές στήνουν γέφυρα στο φως μας.
Φοβάμαι εκείνους που γυρεύουν επίμονα απαντήσεις μα δεν τολμούν να θέσουν τις καίριες ερωτήσεις. Φοβάμαι μήπως είμαστε υπερβολικά υπάκουοι για ν’ αλλάξουμε τον κόσμο κι αδιανόητα κυνικοί για να τον χρωματίσουμε.
Φοβάμαι πως στην πορεία σκοτώσαμε οριστικά το παιδί μέσα μας, που ήθελε απλώς να παίξει και να μάθει. Πια δεν παίζουμε. Γίναμε ώριμοι. Πια δεν μαθαίνουμε. Δηλώνουμε σοφοί.
Φοβάμαι πως σφιχταγκαλιασμένοι προχωράμε ως το τέλος με τις ψευδαισθήσεις μας. Φοβάμαι ότι τελικά δεν είναι οι άλλοι από τους οποίους πασχίζουμε να κρυφτούμε αλλά ο ίδιος ο εαυτός μας που δεν αντέχουμε ν’ αντικρίσουμε στον καθρέφτη.
Φοβάμαι ότι ταυτιστήκαμε με τις δανεικές πεποιθήσεις, τους σαφείς κανόνες και τις ξύλινες φωνές. Φοβάμαι μήπως χαθούμε προτού στ’ αλήθεια ζήσουμε, προτού αγγίξουμε τον ήλιο με τα δυο μας χέρια, ενωθούμε με το κύμα της θάλασσας και λάμψουμε με τη δύναμη των αστεριών του ουρανού.
Φοβάμαι ότι ποτέ δεν θα θυμηθούμε αυτό που ήδη βαθιά μέσα μας ξέρουμε. Πως γεννηθήκαμε ταξιδιώτες κι αν ένα ταξίδι μονάχα δικαιούμαστε, καλό θα ήταν να αξίζει τα καύσιμά του.
Κατερίνα Τσιτούρα