Από τα πολύ παλιά χρόνια, από τότε που υπήρχε η πρώτη γη, η ονομαζόμενη γαία, ζούσαν μέσα στο άχρονο του χρόνου οι "Γηραιοί". Αυτοί, έχουν βαθιά σοφία και επιλέχτηκαν από τον Δημιουργό όλου του κόσμου, για να βοηθούν τους ανθρώπους όταν χρειάζονται τη βοήθεια τους. Ζώντας στην αιωνιότητα παρατηρούν από τη δική τους διάσταση την εξέλιξη της ανθρωπότητας. Σε αυτό το δύσκολο έργο έχουν για βοηθό τους τον Αστραβάλια τον ιερό σολομό, που είναι ο φρουρός της Σοφίας και της εσωτερικής Γνώσης.
Αυτός μπορεί μόνο με τη σκέψη, μέσα σε μια στιγμή, να ταξιδεύει ταυτόχρονα στο παρελθόν, το παρόν και το μέλλον για να προσφέρει τη βοήθεια του. Ο ιερός σολομός κολυμπά μέσα στις θάλασσες των ονείρων για να συναντήσει εκείνους τους ανθρώπους που χρειάζονται τη σοφία του. Τους ψιθυρίζει με αγάπη και τους παροτρύνει να εμπιστευτούν τα Συναισθήματα και την εσωτερική τους Γνώση, πολλές φορές οδηγώντας τους, κόντρα στο ρεύμα ζωής.
Μια βραδιά μέσα στο πέρασμα του από όνειρο σε όνειρο, συνάντησε ένα γλυκό κοριτσάκι που τον αντιλήφθηκε από την πρώτη κιόλας στιγμή. Αυτό ήταν σπάνιο για ένα ανθρώπινο πλάσμα, γιατί συνήθως τα παιδιά καθώς μεγαλώνουν, μαθαίνουν από τους μεγάλους, ότι δεν υπάρχει τίποτε άλλο στο κόσμο, πέρα από αυτό που αντιλαμβάνονται οι ίδιοι μέσα από τις πέντε αισθήσεις τους. Και όσο πιο συχνά το ακούνε αυτό τα παιδιά, τόσο περισσότερο περιορίζουν την πίστη τους ότι μέσα στον ορατό κόσμο, υπάρχουν κι άλλοι, αόρατοι, πανέμορφοι και εντυπωσιακοί, γεμάτοι πλάσματα παραμυθένια.
Το κοριτσάκι ήταν σκαρφαλωμένο πάνω σε μιαν αμυγδαλιά και κοίταζε μακριά στον ορίζοντα. Τα μαλλάκια του χρύσιζαν στο φως του ήλιου και τα ματάκια του ήταν γεμάτα προσμονή.
«Γιατί έρχεσαι κλεφτά στο όνειρό μου;» ρώτησε με την ζαχαρένια της φωνή κοιτάζοντας τον κατευθείαν στα μάτια.
Ο Αστραβάλια κοίταξε γεμάτος απορία το κοριτσάκι. Πρώτη φορά συναντούσε ένα πλάσμα τόσο άμεσο και ανοικτό που μπορούσε να ξέρει, ότι αυτή η συγκεκριμένη στιγμή, δεν ήταν μια στιγμή της καθημερινότητας, αλλά χρόνος μέσα σε όνειρο. Συνήθως οι άνθρωποι όταν ονειρεύονται δεν το γνωρίζουν. Νομίζουν ότι το ζουν πραγματικά και μόνο όταν ξυπνάνε καταλαβαίνουν ότι ήταν απλά ένα όνειρο.
Την παρατηρούσε με ενδιαφέρον και χαμογέλασε καθώς την άκουσε να λέει:
-«Σε έχω ξαναδεί να περνάς φευγαλέα κι άλλες φορές από τα όνειρα μου αλλά έφευγες τόσο γρήγορα που δεν είχα την ευκαιρία να σε ρωτήσω πως το κάνεις αυτό. Λοιπόν θα μου πεις;»
-«Όχι μόνο θα σου πω αλλά και θα σου δείξω γιατί θα σε πάρω μαζί μου στο όνειρο κάποιου άλλου. Άγγιξε με και φύγαμε» της είπε ο φρουρός της Σοφίας δίνοντας στη φωνή του την ίδια ζαχαρένια χροιά που είχε και η φωνή της μικρής. Το μικρό κορίτσι άπλωσε γεμάτο εμπιστοσύνη το χέρι και τον άγγιξε. Ταξίδεψαν μαζί στο χρόνο και πέρασαν γρήγορα μέσα από πολλά όνειρα. Κάποια ήταν γεμάτα με ιππότες, με φτερωτούς δράκους και με πανέμορφες πριγκίπισσες. Σε κάποια άλλα πειρατές έψαχναν για σεντούκια γεμάτα θησαυρούς. Και σε άλλα μαγικά τραπέζια γέμιζαν με αχνιστά, λαχταριστά φαγητά και παγωτά σε όλες τις γεύσεις και τα χρώματα.
Όταν ξαναγύρισαν στο δικό της όνειρο ο ιερός Σολομός της είπε:
-«Με λένε Αστραβάλια και αν σου άρεσε αυτό το ταξίδι μέσα στις θάλασσες των ονείρων, κάποιες φορές θα έρχομαι να σε παίρνω να ταξιδεύουμε μαζί.»
Το κοριτσάκι γεμάτο ενθουσιασμό έτρεξε και τον αγκάλιασε.
-«Γλυκέ μου Αστραβάλια το θέλω τόσο, μα τόσο πολύ! Τι ωραία, θα γίνω κι εγώ καπετάνισσα όπως ο μπαμπάς μου!»
Ξαφνικά, συννέφιασε το βλέμμα της και φάνηκε ένα τρέμουλο στη φωνή της καθώς συνέχισε να λέει:
-«Μόνο που εγώ, θα ταξιδεύω μέσα στις μαγικές θάλασσες των ονείρων και το πρωί όταν ανοίγω τα ματάκια μου θα είμαι πίσω στο σπίτι και δεν θα αφήνω μόνη τη μανούλα μου.»
Ο ιερός φρουρός κατάλαβε ότι η απουσία του πατέρα της την πονούσε πολύ όμως δεν είπε τίποτε, γιατί ακόμη δεν ήταν η ώρα. Όλα μέσα στη ροή του Σύμπαντος γίνονται για κάποιο λόγο και η μικρή χρειαζόταν να περάσει αυτή τη δοκιμασία.
Το κοριτσάκι όμως του προξένησε το ενδιαφέρον, έτσι ο Αστραβάλια άρχισε να την παρατηρεί και την μέρα, κολυμπώντας μέσα στο κύλισμα του χρόνου. Την έβλεπε καθώς χαιρόταν όταν έπαιζε με τους φίλους της, παιχνίδια που είχε δει το προηγούμενο βράδυ στ’ όνειρο της. Όταν έτρεχε σαν αγριοκάτσικο στις πλαγιές του βουνού. Την ώρα που έπαιζε κουτσό, κυνηγητό κι όταν έφτιαχνε ρουχαλάκια για τις κούκλες της. Την έβλεπε όταν στο σχολείο έπαιρνε συνέχεια άριστα από τη δασκάλα της και παρατηρούσε το πόσο καμάρωνε όταν τα έδειχνε στη μαμά και τη γιαγιά της.
Την παρακολουθούσε ακόμα κι όταν πάλευε να διεκδικήσει το δίκιο της. Ακόμα κι όταν τσακωνόταν άγρια με τ’ άλλα παιδιά. Την είδε να κοπανιέται, να χτυπάει, να ματώνει και να μην υποχωρεί μπροστά σε οποιαδήποτε πρόκληση. Κοιτούσε τη ευκολία που μπορούσε να θυμώσει, να φωνάξει, να κλωτσήσει, να αστειευτεί, να γελάσει, να κοροϊδέψει αλλά και να προστατέψει, να βοηθήσει, να αγαπήσει και να συγχωρήσει. Μόνο ένα πράγμα δεν την είδε να κάνει. Δεν την είδε ποτέ να δακρύζει. Ότι και να γινόταν, όσο δύσκολο κι αν ήταν, εκείνη, έσφιγγε τα δόντια και προχωρούσε.
Όμως μπορούσε να δει καθαρά τις πληγές μέσα της. Όπως μπορούσε να ακούσει και τη σκέψη της:
-«Μπαμπά μου, που είσαι μπαμπά, έλεγε, σε χρειάζομαι! Γιατί λείπεις μακριά μου; Γιατί δεν είσαι εδώ να με πάρεις αγκαλιά, γιατί λείπεις συνέχεια; Γιατί αγαπάς τη θάλασσα πιο πολύ από εμένα; Πες μου, που φταίω μπαμπά και σε κάνω να φεύγεις μακριά;
Μαμά, είμαι και εγώ εδώ, ούρλιαζε η σκέψη της και χρειάζομαι την αγάπη σου. Νιώθω μοναξιά. Μη μ’ αφήνεις μόνη μου μαμά. Ούτε εγώ το θέλω που φεύγει ο μπαμπάς. Πες μου ότι δεν φταίω. Δεν μπορεί να φταίω! Κοίταξε με μανούλα μου και πες μου, γιατί δεν αξίζω να με αγαπάς;»
Όμως οι λέξεις πνιγόταν μέσα στο στόμα της και αυτό που άφηνε να βγει προς τα και να ακουστεί καθαρά ήταν μόνο το «εγώ είμαι δυνατή, δεν σας έχω ανάγκη. Δεν έχω ανάγκη κανέναν, ούτε εσένα ούτε τον μπαμπά.» Κι όταν τα έλεγε αυτά την έβλεπε να φεύγει τρέχοντας, για να σκαρφαλώσει στα αγαπημένα της δέντρα, τις αμυγδαλιές. Σκαρφάλωνε όσο πιο ψηλά μπορούσε και κοιτούσε την θάλασσα που ξεδιπλωνόταν μπροστά της.
Το αεράκι που ερχόταν από τη θάλασσα της ανακάτευε τα μαλλιά και το άκουγε που της έλεγε τραγουδιστά.
«Όπως ήρθε η στεναχώρια έτσι κι αυτή θα φύγει.
Ζήσε το τώρα, ζήσε τη στιγμή.
Παραδώσου στο παιχνίδι και στη χαρά.»
Αυτό έκανε η μικρή και παγώνοντας το δάκρυ της, ξεχνούσε τον πόνο της. Δεν μπορούσε να ξέρει όμως, ότι αυτός ο πόνος δεν έφευγε, αλλά βάθαινε τις πληγές της που κρύβονταν πίσω από το θυμό, την αντίδραση και την φασαρία.
Μια μέρα, εκεί που ήταν σκαρφαλωμένη πάνω στην αμυγδαλιά και αγνάντευε το πέλαγος τρώγοντας ένα πράσινο, φρέσκο αμύγδαλο, έπιασε με την άκρη του ματιού της, κάτι να κινείται γρήγορα πάνω στο δέντρο και να εξαφανίζεται.
Κι άλλες φορές είχε νιώσει ότι δεν ήταν μόνη της πάνω στο δέντρο αλλά πρώτη φορά αντιλαμβανόταν κάποια κίνηση.
-«Κάτι υπάρχει εδώ, σκέφτηκε. Κάποιος προσπαθεί να μου κρυφτεί. Πρέπει να τον ξετρυπώσω.»
Έτσι άρχισε το σχέδιο "ξετρυπώστε τον πονηρό". Άρχισε λοιπόν να παραφυλάει τις αμυγδαλιές καθημερινά, κρυμμένη στην ταράτσα του σπιτιού της, αλλά δεν κατάφερε να δει τίποτα. Έπρεπε να αλλάξει σχέδιο. Η μαμά της ήταν πολύ καλή μαγείρισσα και έφτιαχνε διαφορά λαχταριστά μεζεδάκια. Πήρε λοιπόν κρυφά κάποια από την πιατέλα και έτρεξε στον κήπο με τις αμυγδαλιές.
-«Μην νομίζεις ότι δεν σε έχω δει, είπε ψιθυριστά στήνοντας μ’ αυτόν τον τρόπο παγίδα σε ότι κρυβότανε στις αμυγδαλιές. Σου έφερα σπέσιαλ μεζεδάκια να φας. Φάε με την ησυχία σου και απόλαυσε τα. Εγώ δεν θα σε ενοχλήσω.»
Αυτά είπε και απομακρύνθηκε κουνιστή και καμαρωτή. Δεν υπήρχε άνθρωπος στον κόσμο που θα μπορούσε να αντισταθεί στο φαγητό της μαμά της. Πολύ γρήγορα θα έκανε τσακωτό όποιον προσπαθούσε να της κρυφτεί.
Το απόγευμα κατέφθασε τρώγοντας σπιτικά κουλουράκια και μπισκότα. Ανέβηκε πάλι στο δέντρο, έφαγε μερικά και τα υπόλοιπα τα άφησε για τον μυστικό επισκέπτη της αμυγδαλιάς. Ότι κι αν άφηνε, όποιος κι αν ήταν ο μυστικός επισκέπτης, το ευχαριστιόταν ιδιαιτέρως γιατί δεν έβρισκε ούτε ψίχουλο τριγύρω την επόμενη ημέρα.
Την πέμπτη μέρα κατέφθασε με περισσή πονηριά στο μάτι και με τις τσέπες της γεμάτες γλυκίσματα και λιχουδιές. -«Σήμερα δεν θα φύγω, του είπε βάζοντας τα γλυκίσματα πάνω στο κλαδί. Σε προσκαλώ να τα φάμε μαζί. Λοιπόν, θα φανερωθείς;»
Η ησυχία που επικρατούσε την ξεκούφαινε. Περίμενε όμως υπομονετικά τρώγοντας επιδεικτικά τα γλυκάκια της.
-«Έλα, δεν κινδυνεύεις, συνέχισε, αν αργήσεις λίγο θα τα φάω όλα.»
Και εκεί που πάνω στο κλαδί δεν φαινόταν τίποτα, ένα χεράκι μικρό, τοσοδούλικο φανερώθηκε και άρπαξε γρήγορα ένα γλυκάκι. Σιγά, σιγά ένα μικρό ξωτικό παρουσιάστηκε μπροστά της. Μπορούσε να αλλάζει χρώματα όπως ο χαμαιλέων, γι’ αυτό μέχρι τώρα δεν το είχε δει. Είχε πράσινα ματάκια στο χρώμα του αμύγδαλου, μικρά μυτερά αυτάκια και μύριζε όπως τα αμυγδαλωτά του ζαχαροπλαστείου. Τέτοια έκπληξη δεν την περίμενε η μικρή. Τελικά ήταν απίθανος ο μυστικός επισκέπτης της αμυγδαλιάς.
-«Κλείσε το στόμα σου, της είπε το ξωτικό. Θα χάψεις καμιά μύγα!»
-«Αα! Μπορείς να μιλάς κιόλας, είπε με θαυμασμό η μικρή, χαρούμενη με την παρουσία του ξωτικού. Τέλεια θα γίνουμε οι καλύτεροι φίλοι και θα σου δείξω όλα τα κόλπα που χρειάζεται να ξέρεις.»
-«Δεν χρειάζεται να μου δείξεις τίποτα, της απάντησε εκείνο. Είμαι το ξωτικό της αμυγδαλιάς και ξέρω όλα όσα χρειάζονται. Το όνομά μου είναι Μάρσιπενς και παρουσιάστηκα μπροστά σου όχι γιατί με ξεγέλασες με τις λιχουδιές σου, αλλά γιατί χρειάζεται να μάθεις κάποια πράγματα από εμένα.»
Κι όσα έλεγε το μικρό ξωτικό ήταν πέρα για πέρα αληθινά γιατί ο Αστραβάλια το είχε πλησιάσει και του είχε πει ότι ήταν η ώρα να διδάξει στη μικρή τις αλήθειες της αμυγδαλιάς.
-«Και τι μπορώ να μάθω από σένα» του είπε κοροϊδευτικά το κοριτσάκι και ο Μάρσιπενς άρχισε να της λέει τα μυστικά της αμυγδαλιάς.
-«Η αμυγδαλιά είναι ένα ιδιαίτερο δέντρο, τον άκουσε να της λέει, και όλοι ξέρουν ότι ανθίζει μέσα στο χειμώνα. Εκεί που όλα είναι παγωμένα και η φύση φαίνεται ότι κοιμάται, ανθίζει ο προάγγελος της άνοιξης και γεμίζει ο τόπος με άσπρα και ροζ λουλουδάκια. Το άσπρο συμβολίζει την αθωότητα και την αγνότητα και το ροζ την ανιδιοτελή αγάπη. Αυτά τα χρώματα επέλεξε η νύμφη Αμυγδαλαία για να στολίσει στην παγωνιά την μάνα Γη Εκεί που όλοι πιστεύουν ότι το κρύο μπορεί να παγώσει τις καρδιές τους, ξεμυτίζουν τα άνθη στα δέντρα της Αμυγδαλαίας για να δώσουν την ελπίδα και πάλι στους ανθρώπους.
Τα κλαδιά της είναι φτιαγμένα με τέτοιο τρόπο ώστε να μην σπάνε από το βάρος του χιονιού αλλά να το εκτοξεύουν πετώντας το. Αυτό δείχνει ότι η αμυγδαλιά έχει τη σοφία να μην σπάει από βάρος που δεν της ανήκει αλλά καθώς τα κλαδιά της είναι εύκαμπτα, την κατάλληλη στιγμή, λυγίζουν και τεντώνονται αμέσως για να το πετάξουν μακριά. Δυστυχώς οι άνθρωποι δεν παραδειγματίζονται από αυτό που κάνουν οι αμυγδαλιές και σηκώνουν στις πλάτες τους βάρος από υποχρεώσεις και ευθύνες που δεν τους ανήκουν.
-«Και γιατί εγώ, πρέπει να τα μάθω όλα αυτά που μου λες Μάρσιπενς;» ρώτησε η μικρή.
-«Γιατί έχεις τις ποιότητες της αμυγδαλιάς, της απάντησε το ξωτικούλι. Όταν γεννήθηκες και σε αντίκρισε το ασημένιο φεγγάρι, η πρώτη μοίρα που ήρθε για να σου χαρίσει τα δώρα της ήταν η νύμφη Αμυγδαλαία. Η Αμυγδαλαία είναι η αγαπημένη των Γηραιών και έχει την ικανότητα να μεταφέρει Γνώση από τον Ουρανό στη Γη. Αυτό είναι ένα χάρισμα που δίνει σε όποιο μωρό αγγίζει τη μέρα που γεννιέται. Όταν πάνω από την κούνια του, ξεκλειδώνει με το μαγικό της άγγιγμα τα ταλέντα της ψυχής του.
Το κοριτσάκι άκουγε το μικρό ξωτικό προσεκτικά γιατί μέσα της, κάτι της έλεγε, ότι αυτές οι στιγμές θα ήταν καθοριστικές για τη ζωή της.
- «Η αλήθεια είναι ότι δεν καταλαβαίνω ακριβώς τι μου λες όμως, μου αρέσει πολύ να μαθαίνω καινούρια πράγματα. Έλα καλέ μου Μάρσιπενς πες μου κι άλλα. Πες τα μου όλα» του είπε.
-«Άκουσε τη φωνή σου τώρα που είσαι ήρεμη, συνέχισε εκείνος. Έχεις μια φωνή ζαχαρένια που μπορεί να αγγίξει την καρδιά του καθένα ξεχωριστά. Όταν θυμώνεις η φωνή σου σκοτεινιάζει και κάνει τον άλλον να κλείνεται στον εαυτό του.»
-«Τι σημαίνει ζαχαρένια φωνή» ρώτησε το κοριτσάκι γεμάτο απορία.
-«Η νύμφη Αμυγδαλαία σου έδωσε το χάρισμα της ζαχαρένιας φωνής που σημαίνει ότι οι λέξεις που βγαίνουν από τα χείλη σου φυτεύονται σαν σπόρος στις καρδιές των ανθρώπων. Κι αυτό το χάρισμα, είτε θα το χρησιμοποιήσεις για το καλό των ανθρώπων που βρίσκονται γύρω σου, είτε θα το αρνηθείς και θα το αφήσεις να πάει χαμένο μέσα σε θυμούς και πείσματα. Η επιλογή είναι δική σου. Είναι κρίμα να χαραμίζεις τα δώρα της ψυχής σου σε αντιδράσεις και θυμό. Στη ζωή σου, αν θες να έχεις ελευθερία χρειάζεται να μάθεις να δρας κι όχι να αντιδράς Η αντίδραση δείχνει ότι σε ορίζει κάποιος άλλος, ενώ με τη δράση είσαι ο κύριος του εαυτού σου.»
Η μικρή φάνηκε προβληματισμένη ήξερε ότι όποια απορία κι αν είχε θα μπορούσε να πάρει απαντήσεις στο όνειρο της από τον ιερό σολομό. Όμως είχε αρχίσει να νυχτώνει και έπρεπε να γυρίσει σπίτι. Η μαμά της θα ανησυχούσε. Έτσι τρέχοντας προς το σπίτι της φώναξε στο μικρό ξωτικό της αμυγδαλιάς.
-«Σε ευχαριστώ καλέ μου Μάρσιπενς! Θα τα πούμε αύριο.»
Αφού ήπιε το γάλα της ξάπλωσε να κοιμηθεί και αμέσως ταξίδεψε στο όνειρο. Εκεί την περίμενε ο Αστραβάλια και την υποδέχτηκε χαμογελώντας.
-«Είσαι έτοιμη για να κολυμπήσουμε μαζί στη θάλασσα των ονείρων; τη ρώτησε. Σήμερα έχω επιλέξει τα όνειρα δυο ξεχωριστών ανθρώπων για να πάμε.»
Το κοριτσάκι τον άγγιξε σιωπηλά και ταξίδεψαν. Στο όνειρο που μεταφέρθηκαν το τοπίο, της ήταν γνωστό. Ήταν το σπίτι της και το όνειρο ήταν του μπαμπά της. Το είδε να την αγκαλιάζει, να την χαϊδεύει και να την φιλάει. Να της δίνει απλόχερα την αγάπη του και εκείνη τη στιγμή, με ένα τρόπο μαγικό, ένιωσε πόσο του λείπει και πόσο σημαντική είναι γι’ αυτόν. Ένιωσε το πόσο πολύ ήθελε να βρίσκεται κοντά τους και ότι η απουσία τους έμοιαζε με σκιά που γεννούσε μια μόνιμη θλίψη στα μάτια του.
Ο Αστραβάλια της είπε ότι μπορούσε να γίνει ένα με το κοριτσάκι που έβλεπε, δηλαδή τον εαυτό της και να χορτάσει την αγκαλιά του μπαμπά της. Εκείνη χωρίς να παραξενευτεί για το πώς μπορεί να γίνει αυτό, απλά το έκανε. Βλέπεις στα όνειρα δηλώνεις την επιθυμία σου και τα πράγματα συμβαίνουν. Λένε ότι όσοι το γνωρίζουν, μπορούν να το κάνουν και όταν είναι ξύπνιοι, διαμορφώνοντας έτσι την πραγματικότητα τους, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.
Όταν η μικρή χόρτασε χάδια και αγκαλιές από τον μπαμπά της και γέμισε η καρδιά της από την αγάπη του, ο Αστραβάλια την πήρε και κολύμπησαν μέσα σε ένα άλλο όνειρο. Στο όνειρο της μαμάς της. Βρέθηκαν να ταξιδεύουν στη θάλασσα με ένα τεράστιο καράβι, μια καλοκαιρινή ηλιόλουστη ήσυχη μέρα. Τι περίεργο; Πάνω στο καράβι υπήρχε μια χειροποίητη κούνια και ένα κοριτσάκι, εκείνη, ήταν πάνω της και χαρούμενα κουνιόταν πάνω, κάτω, ανάμεσα στον ουρανό και τη θάλασσα. Γελούσε και τραγουδούσε ξέγνοιαστη και ευτυχισμένη.
Ο μπαμπάς της την έβλεπε και την καμάρωνε και η μαμά της, γεμάτη χαρά τραγουδούσε με την γλυκιά φωνή της. Είδε στα μάτια της το πόσο πολύ την αγαπούσε. Το πόσο πολύ θαύμαζε τον ατίθασο χαρακτήρα της που έμοιαζε πολύ με τις μπούκλες των μαλλιών της.
Πάντα η μαμά της έλεγε: «Αχ! αυτά τα μπουκλάκια σου, δεν μπορώ να τα κάνω ζάφτι. Είναι το ίδιο ατίθασα και απείθαρχα με σένα.»
Όταν το άκουγε αυτό η μικρή, νόμιζε ότι η μαμά της έκανε παρατήρηση και ότι ποτέ δεν ήταν αρκετά καλή για να την αγαπάει. Όμως τώρα καταλάβαινε, το έβλεπε, το ένιωθε. Η μαμά της όχι μόνο την αγαπούσε αλλά και τη θαύμαζε. Αμέσως η μικρή, έγινε ένα με το κοριτσάκι του ονείρου και αφήνοντας την κούνια έτρεξε στην αγκαλιά της μαμάς της. Ο μπαμπάς με τα μεγάλα του χέρια τις αγκάλιασε και τις δυο μαζί. Έμειναν εκεί, πολύ ώρα αγκαλιασμένοι, να γεύονται την αγάπη...
Ο Αστραβάλια ψιθύρισε στην μικρή ότι ήταν η ώρα να φύγουν και αμέσως γύρισαν στο δικό της όνειρο.
«Πως νιώθεις τώρα που ξέρεις πόσο πολύ σε αγαπάνε;» ρώτησε το κοριτσάκι και χωρίς να περιμένει απάντηση της ψιθύρισε: «Η πραγματικότητα για τον καθένα μας είναι διαφορετική. Εξαρτάται από τον τρόπο που βλέπει και βιώνει κάποιος τα πράγματα. Πολλές φορές οι άνθρωποι κλείνονται στον εαυτό τους και είναι σαν να ζουν μέσα σε μια βιτρίνα που έχει κατεβασμένα τα ρολά. Όταν βρίσκονται σε αυτήν την κατάσταση τότε η πραγματικότητα τους γίνεται μίζερη, περιοριστική, γεμάτη θυμό, ενοχές, ανασφάλεια, φόβο και δεν έχει καθόλου μα καθόλου αγάπη και ελευθερία.»
-«Δεν αξίζει να ζει κάποιος κλεισμένος μέσα σε μια βιτρίνα και να μην έχει αγάπη και αγκαλιές» είπε το κοριτσάκι.
-«Κανένας άνθρωπος δεν το αξίζει, συμφώνησε ο Αστραβάλια κοιτώντας την με αγάπη. Ξέρεις μικρή μου ονειρεύτρια, θα λείψω για λίγο καιρό από τα όνειρά σου.
Όλα αυτά τα καινούρια που γνώρισες χρειάζεσαι χρόνο να τα αφομοιώσεις. Όμως αν με χρειαστείς εγώ θα το νιώσω και θα έρθω. Τα όνειρα θα είναι πάντα το σημείο συνάντησης μας. Εδώ θα βρισκόμαστε και θα ψιθυρίζουμε. Τον πρώτο καιρό όταν ξυπνάς, δεν θα θυμάσαι πολλά πράγματα από τα ψιθυρίσματα μας όμως, όλα όσα θα ψιθυρίζουμε θα καταγράφονται στην καρδιά σου.
Στο σωστό χρόνο οι ψίθυροι θα συνεχίζουν και τη στιγμή που θα ξυπνάς. Τότε τα μολύβια θα αποκτήσουν φωνή στα χέρια σου και οι λέξεις που θα γεννιόνται από τη γραφή σου θα αγγίζουν τις καρδιές όλων. Όταν οι λέξεις θα πάρουν ζωή στα χέρια σου, γεννώντας εικόνες και συναισθήματα τότε να ξέρεις, ότι εγώ θα κολυμπώ κοντά σου.»
Αυτά είπε ο ιερός σολομός και αφού της έσκασε ένα ζαχαρένιο φιλί στο μάγουλο έφυγε για να κολυμπήσει σε άλλες θάλασσες. Το κοριτσάκι, πλημμυρισμένο από αγάπη, συνέχισε να κοιμάται γαλήνια ξέροντας ότι ο ήλιος της ζωής της θα ήταν πάντα λαμπερός και ότι θα φώτιζε όποιο μονοπάτι θα διάλεγε κατά καιρούς να περπατήσει. Άλλωστε ο Αστραβάλια, θα ήταν πάντα, κάπου εκεί τριγύρω, να της ψιθυρίζει...
namaste
despoina palamari