Pulse of love 10/12/2013

Δευτέρα 29 Ιουλίου 2019

Ο Τρυφερόκαρδος, ένα ξεχωριστό αγόρι

Από το βιβλίο της Δέσποινας Παλαμάρη 
"Το Φιλί της Πεταλούδας"


Μια φορά κι έναν καιρό σε μια πολιτεία, όχι πολύ μακριά από εδώ, ζούσαν πολλοί άνθρωποι που νόμιζαν ότι ήξεραν να ζουν. Ήξεραν να ζουν. Αυτή ήταν η αλήθεια, δεν ένιωθαν τη ζωή, απλά την ήξεραν. Ζούσαν μέσα σε χρονοδιαγράμματα και σε πλάνα ζωής χωρίς να παρεκκλίνουν στο ελάχιστο από αυτά. 
Ήταν πολύ καλά εκπαιδευμένοι από πολύ μικροί για το πώς θα ζουν την ζωή τους. Ο βασιλιάς της πολιτείας, «ο Έλεγχος», πάντα καμάρωνε για την ποιότητα των υπηκόων του και για το πόσο πιστοί ήτανε.
Όλοι ζούσαν κάτω από τον απόλυτο έλεγχο. Έλεγχαν τις κινήσεις τους, τα βήματά τους, τα όνειρά τους, ακόμα και την αναπνοή τους γιατί στο βασίλειο υπήρχε ο αυστηρός νόμος «της υποχρεωτικής ρηχής αναπνοής». Έτσι αναπνέανε τόσο όσο χρειαζότανε για να διατηρούν το σώμα τους ζωντανό.


Ήταν τόσο καλά εκπαιδευμένοι που και τα συναισθήματά τους ακόμα τα σκεφτότανε και δεν τα νιώθανε. Σκέφτονταν: «τώρα αγαπώ» και δημιουργούσαν τις συνθήκες αγάπης. 
Σκέφτονταν: «τώρα είμαι ερωτευμένος» και δημιουργούσαν τις συνθήκες του έρωτα. 
Σκέφτονταν: «τώρα είμαι τρυφερός» και άνοιγαν τα χέρια τους για να δώσουν μια αγκαλιά που ξεχείλιζε μυαλουδίλα και έλεγχο. 

Όλα τα έκαναν μέσα από αυστηρό έλεγχο κάνοντας το βασιλιά τους πολύ ευτυχισμένο. Υπήρχαν όμως και κάποιοι άνθρωποι που ένιωθαν ότι η Ζωή πρέπει να είναι διαφορετική. Αυτός ο τρόπος που ζούσαν τους έφερνε ανησυχία στο σώμα και αρρυθμία στους χτύπους της καρδιάς. Σκέφτονταν τότε με ποιο άλλο τρόπο μπορούσαν να ζήσουν και δημιουργούσαν συνθήκες δύσκολες στην καθημερινότητα τους, ώστε το μυαλό τους να μπορεί να γεννά πιο δυνατά συναισθήματα. 


Και ερωτευόντουσαν τότε άλλους ανθρώπους, που ήταν μπλεγμένοι μέσα στους δικούς τους λαβύρινθους, για να μπορούν να φτιάχνουν πιο έντονα τα συναισθήματα μέσα στο κεφάλι τους, παίζοντας παιχνίδια δύναμης και κυριαρχίας, νομίζοντας ότι με αυτόν τον τρόπο αγαπούν πιο δυνατά.

Ακόμα και ο έρωτας ανάμεσά τους δεν ήταν απόλαυση, ένωση, λιώσιμο του ενός μέσα στον άλλον, αλλά μια περιοριστική πράξη που μεγάλωνε την απόσταση μεταξύ τους. Ποτέ δεν είχαν ακούσει στη ζωή τους ότι όλα πρέπει να τα γευόμαστε και να τα ζούμε σαν να είναι η τελευταία μας φορά. Να αναπνέουμε ολοκληρωτικά, να αγγίζουμε ολοκληρωτικά, να γευόμαστε τα πάντα ολοκληρωτικά, να δινόμαστε στη ζωή, στη στιγμή, τόσο ολοκληρωτικά σαν να μην υπάρχει η επόμενη. Αλλά αυτό ήταν ο θεσμός μιας άλλης πολιτείας, πιο μακριά από το βασίλειο του Ελέγχου. Εκεί που όλοι ήταν βασιλιάδες και βασίλισσες. Της πολιτείας της Ζωής.

Η απόρριψη, οι ενοχές, ο θυμός, η απογοήτευση, η εμπιστοσύνη, δεν υπήρχαν μέσα στο βασίλειο του Ελέγχου όπως δεν υπήρχαν και τολμηροί άνθρωποι. Όμως για κάποιο ανεξήγητο λόγο ο πόνος και ο φόβος ήταν διάχυτοι παντού σαν ένα πέπλο που σκέπαζε τα πάντα. 

Μέσα σε αυτούς τους ανθρώπους βρισκόταν και ένα ξεχωριστό πλάσμα που ενώ ζούσε και σκεφτόταν ακριβώς με τον τρόπο που ζούσαν οι άλλοι, είχε κάτι που τον έκανε διαφορετικό. Με τα μάτια του μπορούσε να δει αλήθειες που δεν έβλεπε κανένας άλλος και όταν ήθελε μπορούσε να βυθίσει το βλέμμα του στο χρονοχώρο και να ταξιδέψει σε άλλα Σύμπαντα. Με τα αυτιά του μπορούσε να ακούει νότες και μελωδίες που ερχότανε από άλλους κόσμους. 


Και μερικές φορές όταν ξεχνιότανε και άφηνε τον έλεγχο για τους άλλους, η φωνή του άλλαζε και με έναν τρόπο μαγικό, όταν την άκουγε με τα ίδια του τα αυτιά, τα συναισθήματα εξαφανιζόταν από το κεφάλι του και γεννιόταν άλλα, διαφορετικά, πιο δυνατά μέσα από την καρδιά του. Τότε σκορπούσε παντού ολόγυρα του Αγάπη και Φως ανακαλύπτοντας πόσο όμορφο και ταυτόχρονα σπουδαίο είναι να δίνεις και να μοιράζεσαι Aγάπη...


Αυτό ήταν πολύ επικίνδυνο για το βασίλειο όπου ζούσε και τον κυρίευσε ο φόβος. Γι΄ αυτό το λόγο άρχισε να ελέγχει τα συναισθήματά του και να τα εξουσιάζει. Δεν άφηνε τα μάτια του να είναι ταξιδιάρικα. Δεν επέτρεπε στις μουσικές να μπαίνουν μέσα στο κεφάλι του και άρχισε να τραγουδά με τρόπο αυστηρά ελεγχόμενο ώστε να μην έχει δυσάρεστες εκπλήξεις.
Έγινε ο πιο νομοταγής πολίτης του βασιλείου. Έκανε την πιο ρηχή αναπνοή, αγαπούσε μόνο με το μυαλό του, έδινε στους γύρω του μέσα από τη δύναμή του και κατασκεύαζε την ζωή του όπως έπρεπε. Αυτό που δεν μπορούσε να ελέγξει ήταν το φως που παρέμεινε άσβηστο μέσα στην καρδιά του. Μία μεγάλωνε, μία μίκραινε, μία γινότανε μια τόση δα σπίθα όμως δεν έσβηνε ποτέ. Παρέμεινε εκεί για να του θυμίζει ότι υπάρχουν κι άλλα πράγματα που τον περιμένουν έξω από το βασίλειο του Ελέγχου.



Ο μη έλεγχος της σπίθας τον έκανε ολοένα και πιο ελεγχόμενο και όσο πιο ελεγχόμενος γινότανε τόσο το σώμα του, αντιδρώντας, διαχωριζότανε από το μυαλό του. Με έναν περίεργο τρόπο άρχισε να γίνεται δύο. Μπροστά πήγαινε το ελεγχόμενο σώμα του και πίσω το σώμα που επαναστατούσε. 
Τα αυτιά του αντιδρώντας κι αυτά με τη σειρά τους, επειδή δεν ήθελαν να ακούνε τις διαταγές και τα περιοριστικά μέτρα ούτε του ίδιου ούτε του βασιλιά, δημιουργούσαν πολύ μεγάλο θόρυβο, για να τον αναγκάσουν να ταξιδέψει εκεί που οι νότες ησύχαζαν το μυαλό και άνοιγαν την καρδιά.
Στην καθημερινότητά του έδινε μεγάλο αγώνα και ξόδευε πολλή ενέργεια για να παραμείνει ξύπνιος και ελεγχόμενος όμως τα μάτια του, όταν έκλειναν βαριά από την κούραση, άνοιγαν την πύλη της τρυφερότητας και γέμιζαν την καρδιά του με απαλότητα ώστε να μπορεί να γαληνέψει για λίγο...



Καθημερινά ο αγώνας του ήταν μεγάλος και άνισος. Πολεμούσε τον ίδιο του τον εαυτό. Ποιος από τους δυο θα κατάφερνε να νικήσει; Πώς μπορεί κάποιος να πολεμήσει και να νικήσει τον εαυτό του; Μια αιώνια μάχη, ένας αιώνιος αγώνας, ένα Σισύφειο βασανιστήριο.
Κάποια στιγμή ούτε το σώμα ούτε το μυαλό άντεξαν αυτή τη διαμάχη και αυτός ο ξεχωριστός άνθρωπος, βυθίστηκε σε βαθιά σιωπή. Σιωπούσαν τα χείλη του αλλά και το μυαλό του. Δεν υπήρχε κανένας ήχος ούτε γύρω του ούτε μέσα του. Η σιωπή τον ησύχαζε, τον μαλάκωνε και τον γέμιζε γαλήνη...

Τα μάτια του γέμισαν σιγά, σιγά ζωή και η τρυφερότητα γέμισε την καρδιά του. Στα αυτιά του άκουγε ψιθύρους. Μια απαλή φωνή τον καλούσε να πάει κοντά της. Σαν υπνωτισμένος οδηγήθηκε έξω από το βασίλειο του Ελέγχου ακολουθώντας τα ψιθυρίσματα. 

Περπάτησε πολύ μέσα στη σιωπή και το σκοτάδι. Αντιμετώπισε τρομαχτικούς πολεμιστές που έστειλε στο κατόπι του ο βασιλιάς Έλεγχος. Έδωσε μάχη με τα φοβερά όρνεα της συνήθειας, με τους Λαιστρυγόνες των πρέπει αλλά και με τα μαύρα φαντάσματα που γέμιζαν το μυαλό του με τις άγριες φωνές τους: «Ανάξιε, ανίκανε, ανήμπορε, άσχημε, αδύναμε, αποτυχημένε» φώναζαν και του ξέσκιζαν τις σάρκες.
Όμως ούτε μια φορά δεν πισωγύρισε, παρόλο που υπήρχαν φορές που σκιάχτηκε. Κάθε φορά μετά από κάθε μάχη αντί να αποδυναμώνεται γέμιζε Δύναμη και Πίστη. Το κάλεσμα από τη φωνή γινόταν ολοένα πιο δυνατό και πιο καθαρό. Ήξερε, το ένιωθε ότι είχε φτάσει σχεδόν. 


Γεμάτος Εμπιστοσύνη ακολούθησε τις πυγολαμπίδες του Αγνώστου για να καταλήξει σε μια γαλαζοπράσινη λίμνη. Καθρεφτίστηκε πάνω στην επιφάνειά της βλέποντας τα σημάδια από τις μάχες που υπήρχαν σε όλο του το σώμα. Έβγαλε τα ρούχα του και βούτηξε στα καθαρά νερά της. 


Φως και αγάπη τον τύλιξαν και αφέθηκε στη μουσικότητα και την απαλότητα της λίμνης για να θεραπεύσει τις πληγές του.
Η φωνή της λίμνης συνέχισε να του ψιθυρίζει λέγοντάς του πόσο τον αγαπά, πόσο όμορφος και ικανός είναι, πόσο πιστεύει σε αυτόν και τις ικανότητές του. Του καθρέφτισε στο βυθό της πόσο διαφορετικός θα γίνει ο κόσμος του όταν αφήσει την τρυφερή καρδιά του να ακτινοβολήσει παντού το μεγαλείο της. 


«Είσαι γεννημένος ξεχωριστός και τρυφερόκαρδος» του ψιθύρισε η λίμνη. «Άσε την καρδιά σου να σε οδηγήσει σε ένα ιδιαίτερο τόπο που δεν υπάρχει κανένας βασιλιάς, μόνο αγάπη και ελευθερία. Άνοιξε τα φτερά σου και πέτα. Γίνε ένα με τη Γη, ένα με τον Ουρανό και γνώρισε ποια είναι πραγματικά η Ζωή!»

Ο Τρυφερόκαρδος άκουσε με την καρδιά του τα ψιθυρίσματα της λίμνης και βγαίνοντας στη επιφάνεια πήρε συνειδητά μια βαθιά ανάσα Ζωής συνεχίζοντας το δρόμο του με βήματα ανάλαφρα και με την καρδιά του να Τρυφεροπετά.