Για την ακρίβεια, οι άνθρωποι έχουν αρχίσει να μιλάνε για την αγάπη με τέτοιον τρόπο, ώστε να μην υπάρχει δέσμευση. Λένε για παράδειγμα, αγαπώ τα παγωτά. Μα, πώς μπορείς να αγαπήσεις τα παγωτά; Μπορεί να σ’ αρέσουν, μα δεν μπορείς να τ’ αγαπήσεις!
Λένε αγαπώ το αυτοκίνητό μου, αγαπώ τούτο κι εκείνο...
Λένε αγαπώ το αυτοκίνητό μου, αγαπώ τούτο κι εκείνο...
Στην πραγματικότητα οι άνθρωποι φοβούνται πολύ να πουν σ’ αγαπώ σ’ έναν άνθρωπο. Συνήθως λένε ο ένας στον άλλο "μ' αρέσεις". Γιατί δεν λένε σ' αγαπώ;
Επειδή η αγάπη είναι δέσμευση, ρίσκο, ευθύνη, μπλέξιμο. Το μ' αρέσεις είναι στιγμιαίο. Μπορεί να μ’ αρέσεις, αλλά μπορεί και όχι. Δεν υπάρχει ρίσκο για το αύριο.
Όταν λες σε μια γυναίκα σ' αγαπώ, τότε ρισκάρεις. Λες: Σ’ αγαπώ συνεχώς και θα εξακολουθώ να σ’ αγαπώ, θα σ’ αγαπώ και αύριο. Μπορείς να στηρίζεσαι σε μένα. Αυτό είναι υπόσχεση.
Η αγάπη είναι υπόσχεση. Η αγάπη έχει την ποιότητα της υπόσχεσης, της δέσμευσης, του μπλεξίματος. Και η αγάπη περιέχει κάτι από την αιωνιότητα. Το "μ’ αρέσεις" είναι στιγμιαίο. Το "μ’ αρέσεις" δεν είναι ρίσκο, δεν είναι ευθύνη.
Όταν λες σ’ έναν άντρα, ή μια γυναίκα σ’ αγαπώ στην πραγματικότητα λες σ΄ έχω δει. Το σώμα σου δεν μπορεί να με ξεγελάσει. Το σώμα σου ίσως γεράσει, μα εγώ έχω δει το Ασώματο Εσύ. Έχω δει τον εσώτερο πυρήνα σου. Τον θεϊκό πυρήνα σου!
Το "μ’ αρέσει" είναι επιφανειακό. Η αγάπη διεισδύει και φτάνει στον εσώτερο πυρήνα τού άλλου. Αγγίζει την ίδια την ψυχή του. Καμιά αγάπη δεν είναι συνηθισμένη. Η αγάπη δεν μπορεί να είναι συνηθισμένη. Αλλιώς δεν είναι αγάπη.
Η αγάπη δεν είναι ποτέ κάτι συνηθισμένο. Είναι πάντα ασυνήθιστη, πάντοτε πνευματική. Αυτή είναι η διαφορά ανάμεσα στο "μ’ αρέσει" και στο αγαπάω. "Το μ' αρέσει" είναι υλικό, το αγαπώ είναι πνευματικό.