Pulse of love 10/12/2013

Τετάρτη 23 Ιανουαρίου 2019

"Ο δρόμος της Αυτοεξάρτησης": Η ικανότητα να αγαπώ τον εαυτό μου,

Το πρώτο ορόσημο του δρόμου της αυτοεξάρτησης είναι η αγάπη για τον εαυτό μας, όπως την έλεγε ο Ζαν-Ζακ Ρουσό. Η ικανότητά μου, δηλαδή, να αγαπώ τον εαυτό μου, αυτό που εμένα μου αρέσει να αποκαλώ, πιο ωμά: υγιή εγωισμό. Αυτός, κατ’ επέκτασιν, περιλαμβάνει τον αυτοσεβασμό, την αυτο-εκτίμηση και τη συναίσθηση της υπερηφάνειας γιατί είμαι αυτός που είμαι. Από τότε που κυκλοφόρησε το βιβλίο μου "Από την αυτοεκτίμηση στον εγωισμό" ο κόσμος συνέχεια με ρωτάει:
«Όμως, γιατί αυτό το λες εγωισμό... και με κάνεις να μην μπορώ να το δεχτώ;»
Το λέω έτσι για να μην μπούμε στον πειρασμό να αποφύγουμε αυτή τη λέξη, μόνο και μόνο γιατί έχει «κακή φήμη».


Καμιά φορά, λέω: «Ωραία- πώς θέλετε να το πούμε; Πείτε το όπως θέλε­τε. Θέλετε να το πείτε καρέκλα; Πείτε το καρέκλα. Ωστόσο, κατά βάθος, ξέρετε ότι μιλάμε για εγωισμό».
Γεγονός είναι ότι πρέπει να πάψετε να φοβάστε αυτή τη λέξη. Μην τη συγχέετε με συμπεριφορές άθλιες ή σκληρές, άπληστες ή μίζερες, μικροπρεπείς, ποταπές ή κακεντρεχείς. Αυτά, είναι άλλο πράγμα. Δε χρειάζεται να είσαι παλιάνθρωπος για να είσαι εγω­ιστής. Δε χρειάζεται να είσαι μοιραίος για να είσαι εγωιστής. Μπορεί να είσαι εγωιστής και να έχεις τη διάθεση να μοι­ραστείς πράγματα.

Διαρκώς, επαναλαμβάνω το ίδιο.
Μου δίνει τόση ευχαρίστηση να ικανοποιώ τα πρόσω­πα που αγαπώ, και επειδή είμαι τόσο εγωιστής... δεν θέλω να στερηθώ... Δεν θέλω να στερηθώ τη δυνατότητα να προσφέρω ικα­νοποίηση σ’ εκείνους που αγαπώ. Όμως, δεν το κάνω για κείνους, το κάνω για μένα. Αυτή είναι η διαφορά.

Η διαφορά είναι ότι από τη θέση αυτή δεν μπορώ ποτέ να σκεφτώ πώς λειτουργεί αυτό που κάνω για τον άλλο. Εάν εγώ έκανα πράγματα για σένα, δεν θα μπορούσα να συνεχίσω να είμαι αυτοεξαρτώμενος. Δεν θα εξαρτιόμουν από μένα, αλλά από αυτό που εσύ χρειάζεσαι από μένα. Άρα... σιγά, σιγά... γίνομαι εξαρτημένος. Και μόλις καταλάβω πως είμαι εξαρτημένος, καλά θα κάνω να το διορθώσω. Αν είμαι εξαρτημένος, υπάρχουν πράγματα που δεν μπο­ρώ να επιτρέψω στον εαυτό μου να κάνει. Και αν αφήνω να μου συμβαίνει κάτι τέτοιο, θα είναι για­τί δεν θεωρώ ότι αξίζω, ή δεν με αγαπάω αρκετά. Ποτέ δεν κάνω κάτι για τους άλλους.
Θα σκεφτεί κανείς ότι αυτή η κουβέντα ακούγεται πολύ εγωιστική. Κι εγώ πιστεύω ότι σίγουρα ακούγεται εγωιστι­κή... γιατί είναι εγωιστική. Το θέμα είναι πως εδώ δεν πρόκειται για άθλιο και αχόρ­ταγο εγωισμό, όπως έχουμε συνηθίσει να σκεφτόμαστε ότι είναι ο εγωισμός... Είναι ο εγωισμός εκείνων που αγαπούν τον εαυτό τους τόσο ώστε να ξέρουν πως είναι αξιόλογα άτομα... και έχουν πράγματα να δώσουν. 

Μερικές φορές, όταν τα λέω αυτά, νομίζουν ορισμένοι ότι μιλάω ενάντια στην ιδέα της αλληλεγγύης, ενάντια στη βοήθεια αλληλεγγύης.
«Όταν μιλάς για αυτοεξάρτηση, μιλάς για το γνώθι σαυτόν, μιλάς για ελευθερία... άρα ο καθένας μπορεί να κάνει αυτό που θέλει, κι αν ο καθένας κάνει ό,τι γουστάρει... θα καταλήξει... να σκοτώσει τον γείτονά του...!»
Κι εγώ απαντώ: αυτό το ζήτημα για το πού θα καταλήξει η πρόταση των ατομικών ελευθεριών, εξαρτάται από το ιδεολογικό και φιλοσοφικό σημείο από το οποίο ξεκινάει κανείς.

Υπάρχουν δύο φιλοσοφικές θέσεις που είναι τελείως αντίθετες. Η μία, θεωρεί τον άνθρωπο κακό, βάναυσο, μοχθηρό, φαύλο και πιστεύει ότι το μόνο που περιμένει είναι μια ευκαιρία για να μπορέσει να εμπλακεί με τον πλησίον και να του πάρει αυτό που έχει. Η άλλη λέει ότι ο άνθρωπος είναι καλός, έντιμος, αλληλέγγυος, τρυφερός και δημιουργικός, και, συνεπώς, αν τον αφήσουμε ελεύθερο να είναι αυτός που είναι, θα ανακαλύψει ό,τι είναι να ανακαλύψει, και τελικά θα γίνει το πιο γενναιόδωρο και το πιο πιστό από τα ζώα της δημιουργίας.
Γιατί όταν είσαι ελεύθερος μπορείς να επιλέξεις να είσαι αλληλέγγυος παρόλο που ξέρεις ότι, στην πραγματικότητα, δεν το κάνεις για τον άλλο αλλά για σένα τον ίδιο. Αυτός είναι ο καλώς νοούμενος εγωισμός, όπως τον πε­ριγράφω εγώ.
Θέλω να ορίσω τον εγωισμό ως εκείνη την καθόλου αρεστή θέση, ότι προτιμώ τον εαυτό μου από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο.

Η ιδέα ότι αν είμαι εγωιστής δεν πρόκειται να σκεφτώ κανέναν άλλον εκτός από τον εαυτό μου, σημαίνει ότι πι­στεύω πως έχω έναν περιορισμένο χώρο για να αγαπώ, μια περιορισμένη ικανότητα να αγαπώ κάποιον και επομένως, αν γεμίσω τα πάντα με τον εαυτό μου, δεν μένει χώρος για τους άλλους. Η ιδέα αυτή είναι όχι μόνο παράλογη, αλλά και απολύ­τως απατηλή. Δεν υπάρχει περιορισμός στην ικανότητά μου να αγαπώ, δεν έχω όρια στην αγάπη, επομένως είμαι ικανός να αγαπώ πάρα πολύ τον εαυτό μου και να αγαπάω και τους άλλους πάρα πολύ. Πράγματι, από ψυχολογική άποψη, είναι αδύνατον να μπορέσω να αγαπήσω κάποιον αν δεν αγαπώ τον εαυτό μου.

Αυτός που λέει ότι αγαπάει πολύ τους άλλους και λίγο τον εαυτό του, ψεύδεται στη μία από τις δύο περιπτώσεις και δεν είναι σίγουρο ότι αγαπάει πολύ τους άλλους, ή δεν είναι σίγουρο ότι αγαπάει λίγο τον εαυτό του. Η αγάπη για τους άλλους γεννιέται και τρέφεται ξεκι­νώντας από την αγάπη προς τον εαυτό μου, κι έχει να κάνει με τη δυνατότητα να βλέπω τον εαυτό μου μέσα στον άλλον. Η ιδέα του «αγάπα τον πλησίον σου ως σεαυτόν», που συνδέεται με τις δύο θρησκείες, την εβραϊκή και τη χριστια­νική, από τις οποίες προέρχεται η κουλτούρα μας, είναι στό­χος, ένας σκοπός-αξίωμα.
Όχι να αγαπάς «περισσότερο» από τον εαυτό σου.
Να αγαπάς «όπως» τον εαυτό σου.
Αυτό είναι το μέγιστο που μπορεί κανείς να επιδιώξει.

Υπάρχει μια ιστορία για ένα κορίτσι που το λέγανε Ερνεστίνα.
Η Ερνεστίνα ζούσε σ’ ένα αγρόκτημα στην εξοχή. Μια μέρα, ο πατέρας της ζητάει να μεταφέρει ένα βαρέλι γεμάτο καλαμπόκι στη σιταποθήκη μιας γειτόνισσας. Παίρνει η Ερνεστίνα ένα ξύλινο βαρέλι, το γεμίζει με καλαμπό­κι μέχρι πάνω, καρφώνει το καπάκι και το δένει για να το κρε­μάσει από τους ώμους σαν σακίδιο. Αφού στερεώνει τα λουριά, ξεκινάει για τη γειτονική σιταποθήκη.

Στο δρόμο συναντάει διάφορους αγρότες. Κάποιοι βλέ­πουν ότι το βαρέλι έχει μια τρύπα και πέφτουν σπόροι από εκεί σχηματίζοντας μια γραμμή στον δρόμο, χωρίς να έχει καταλά­βει τίποτα η Ερνεστίνα. Ένας φίλος του πατέρα της, με νοή­ματα, προσπαθεί να της εξηγήσει το πρόβλημα, εκείνη όμως νομίζει ότι τη χαιρετάει, οπότε του χαμογελάει κι αυτή και του κουνάει το χέρι φιλικά. Τότε, οι άλλοι αγρότες της φωνάζουν όλοι μαζί: «Το καλαμπόκι χύνεται!»

Η Ερνεστίνα γυρίζει να δει το δρόμο, αλλά καθώς τα που­λιά αρπάζουν κάθε σπόρο πριν καλά, καλά πέσει κάτω, δεν βλέπει τίποτε, νομίζει πως οι γείτονες της κάνουν πλάκα και συνεχίζει το δρόμο της. Λίγο πιο κάτω, πάλι της φωνάζει ένας χωρικός: «Ερνεστίνα! Ερνεστίνα! Σου χύνεται το καλαμπόκι, το τρώνε τα πουλιά!...»
Η Ερνεστίνα γυρίζει και βλέπει τα πουλιά που φτερουγίζουν πάνω από τον δρόμο, αλλά ούτε ένα σπόρο καλαμποκιού. Έτσι, συνεχίζει τον δρόμο της με το καλαμπόκι να χύνεται από την τρύπα του βαρελιού. Όταν φτάνει η Ερνεστίνα στον προορισμό της και ανοίγει το βαρέλι, βλέπει πως ακόμη είναι το ίδιο ξέχειλο από σπόρους όπως όταν ξεκίνησε.

Μπορεί κανείς να σκεφτεί ότι αυτή είναι απλώς μια παραβολή για να παρακινήσει τους τσιγκούνηδες να δώσούν, να τους απαλλάξει από το φόβο τους για το κενό, κι ότι η ιστορία αυτή είναι απλώς αλληγορική.

Οπωσδήποτε, όσον αφορά την αγάπη, δεν αδειάζω ποτέ όταν αγαπώ. Είναι ψέμα πως δίνοντας πάρα πολλά μπορεί να μείνω χωρίς τίποτε. Είναι ψέμα ότι πρέπει να έχω πλεόνασμα αγάπης για να μπορώ να αγαπώ.

Η Ερνεστίνα είναι ο καθένας από μας. Και το καλαμπόκι είναι το πόσο μπορεί ο καθένας να αγαπάει. Το ανεξάντλητο απόθεμα αγάπης. Που σημαίνει: Δεν πρόκειται να μείνουμε χωρίς καλαμπόκι για τα που­λιά αν θέλουμε να φτάσουμε με όλο μας το καλαμπόκι στη σιταποθήκη. Ούτε πρόκειται να μείνουμε χωρίς καλαμπόκι για μας αν δώσουμε στα πουλιά.
Δεν πρόκειται να μείνουμε χωρίς τη δυνατότητα να αγα­πάμε τους άλλους, αν αγαπάμε τον εαυτό μας.

Πράγματι, πρέπει να δίνουμε ανεξάντλητα, και το βαρέ­λι μας θα είναι πάντα γεμάτο, γιατί έτσι λειτουργεί η καρδιά μας, έτσι λειτουργεί το πνεύμα μας, έτσι λειτουργεί η ουσία του καθενός μας. Όπως και να’ ναι, αν υποθέσουμε ότι έχω το γνώθι σαυτόν, απελευθερώνομαι και αγαπώ τον εαυτό μου... Αυτό δεν με αφήνει στις παρυφές της αλληλεγγύης;

Για μένα, υπάρχουν τουλάχιστον δύο τύποι αλληλεγ­γύης. Μια αλληλεγγύη που την αποκαλώ της μετάβασης και μια άλλη που την αποκαλώ της επιστροφής. Γιατί είμαι σίγουρος ότι υπάρχουν δύο τρόποι για να βοηθάω τον πλη­σίον. Στην αλληλεγγύη της μετάβασης, αυτό που συμβαί­νει είναι ότι βλέπω τον άλλο που δεν έχει, βλέπω τον άλλο που υποφέρει, βλέπω τον άλλο που θρηνεί, και κάτι γίνεται μέσα μου. Για παράδειγμα, αυτό που γίνεται μέσα μου είναι ότι συνειδητοποιώ πως θα μπορούσα να είμαι στη θέση του και ταυτίζομαι μαζί του, φοβάμαι μήπως μου συμβεί αυτό που συμβαίνει και σ’ εκείνον, οπότε, τον βοηθάω. Η βοήθεια αυτή προκύπτει από τον φόβο που προέρχε­ται από την ταύτιση και λειτουργεί ως μαγική προστασία που τη δικαιούμαι γιατί υπήρξα αλληλέγγυος. Αυτή είναι μια αλ­ληλεγγύη εξορκισμού. Μια βοήθεια «ανιδιοτελής» που, στην πραγματικότητα, προσφέρω σ’ εμένα- όχι στον άλλον.

Κοντινός συγγενής αυτής της αλληλεγγύης είναι η ενο­χική αλληλεγγύη. Αυτή γεννιέται από την κακή μήτρα κά­ποιων φιλανθρωπικών ιδεών... Όταν βλέπω αυτόν που πονάει και υποφέρει, μια απαίσια σκέψη περνάει από το μυαλό μου χωρίς να μπορώ να την αποφύγω: «Ευτυχώς που είσαι εσύ σ’ αυτήν την κατάσταση και όχι εγώ». Και αποφασίζω να βοηθήσω γιατί δεν αντέχω την αυτο­κατηγορία που προέρχεται από τη σκέψη αυτή.

Άλλος λόγος μετάβασης είναι ότι πιστεύω σ’ ένα είδος νόμου της ανταπόδοσης. Αυτό λέει ότι, σ’ αυτήν την περί­πτωση, όταν σου δίνω κάτι, στην πραγματικότητα μου επι- στρέφεται ΕΙΣ ΔΙΠΛΟΥΝ...
Υπάρχουν άνθρωποι που υποστηρίζουν με σιγουριά ότι δίνουν γιατί έτσι θα πάρουν. Είναι η αλληλεγγύη της επέν­δυσης. Αυτό δεν σημαίνει ότι αποκλείεται να συμβεί ή δεν πρέπει να γίνεται κάτι τέτοιο, οπωσδήποτε όμως είναι κίνητρο μετάβασης.

Υπάρχει επίσης μια υπάκουη αλληλεγγύη, που προέρχε­ται από αυτά που μου έμαθε η μαμά μου: ότι πρέπει να μοιράζομαι, να μην είμαι εγωιστής και να δίνω... Έτσι ικανοποιώ τη μαμά μου, τον εφημέριο της ενορίας, ή τον δάσκαλό μου. Λαμβάνω υπόψη τα λόγια τους, δεν ξέρω αν τα πιστεύω, αυτά πάντως που μου έμαθαν, εγώ τα κάνω πράξη. Δεν κάθισα ποτέ να σκεφτώ αν είναι αυτό που θέλω να κάνω. Ξέρω μόνο πως πρέπει να το κάνω, και το κάνω. Αυτή είναι η ιδεολογική αλληλεγγύη, η πιο ηθική και ηθικολογική, οπωσδήποτε όμως είναι αλληλεγγύη μετάβασης.

Τέλος, υπάρχει μια αλληλεγγύη την οποία αποκαλώ αλληλεγγύη του «σήμερα εσύ, αύριο εγώ». Είναι αυτή που σκέφτεται να εξασφαλίσει το μέλλον. Επειδή φοβάμαι το φα­νταστικό μαύρο μέλλον, εξασφαλίζω ότι, αν έρθουν έτσι τα πράγματα, κάποιος θα είναι αλληλέγγυος μ’ εμένα, όταν εγώ θα βρίσκομαι στη θέση εκείνου που υποφέρει.

Όποια κι αν είναι η περίπτωση —του εξορκισμού, η ενο­χική, της επένδυσης, της υπακοής, ή του «σήμερα εγώ για σένα, αύριο εσύ για μένα»—, πρόκειται για μια αλληλεγγύη μετάβασης που δεν έχει, βεβαίως, καμία σχέση με τον αλτρουισμό.

Ωστόσο, έρχεται μια στιγμή... μια στιγμή που ανακαλύ­πτω την ιστορία της Ερνεστίνας. Τι ανακαλύπτω στην ιστορία της Ερνεστίνας; Ανακαλύπτω ότι δεν κινδυνεύω να βρεθώ σ’ αυτήν τη θέση, γιατί αν δίνω δεν μένω άδειος· ότι ούτε είμαι ούτε και θα γίνω ποτέ σαν αυτούς που παίρνουν αυτό που τους προ­σφέρω- ότι δεν αισθάνομαι ένοχος που έχω όσα έχω κι ότι δεν χρειάζομαι παραπάνω απ’ όσα έχω και, τέλος, ότι δεν δίνω σημασία σ’ αυτά που λένε οι άλλοι ότι θα έπρεπε να κάνω.

Τώρα ξέρω ότι μπορώ να επιλέξω να δώσω ή να μη δώσω. Οπότε, φτάνω στο σημείο όπου όλα αυτά δεν είναι πια... σημαντικά. Κατακτώ αυτό που ονομάζω αυτοεξάρτηση. Εδώ ανακαλύπτω πως η αξία μου δεν εξαρτάται από το βλέμμα του άλλου.Και είμαι με τους άλλους, όχι για να ζητιανέψω την επι­δοκιμασία τους, αλλά για να βαδίσουμε μαζί ένα κομμάτι του δρόμου. Ανακαλύπτω την αγάπη, και μαζί μ’ αυτήν, την ευχαρί­στηση να μοιράζομαι. Εδώ εμφανίζεται η δεύτερη δυνατότητα να είμαι αλλη­λέγγυος. Εδώ συναντώ κάποιον που υποφέρει και ανακαλύπτω την ευχαρίστηση να δίνω. Και δίνω για την ευχαρίστηση που μου δίνει το να δίνω.
Αυτή είναι η αλληλεγγύη του δρόμου της επιστροφής.

ΧΟΡΧΕ ΜΠΟΥΚΑΪ
"Ο δρόμος της Αυτοεξάρτησης"