Στο ευρύτερο πλαίσιο της ψυχοθεραπευτικής διαδικασίας, η δύναμη και η θέληση αποτελούν τις αρνητικές δυνάμεις που εμποδίζουν την ίαση. Η δύναμη βρίσκεται στο μυαλό του θεραπευτή, επειδή εκείνος βλέπει τον εαυτό του σαν το μεσολαβητή που μπορεί να παράγει τις επιθυμητές αλλαγές στον ασθενή. Συνειδητά, μπορεί να ξέρει ότι δεν μπορεί να τον αλλάξει, αλλά η γνώση της ψυχολογίας που έχει μπορεί να του δώσει μια αίσθηση δύναμης, αν αποκρύψει τη συναισθηματική συντριβή του ασθενούς και αν αυτός, όπως και τα περισσότερα άτομα σ' αυτό τον πολιτισμό, είναι ναρκισσιστής και έχει μια ανάγκη για δύναμη για να υποστηρίξει την εικόνα του.
Αυτή η δύναμη εξασκείται μέσω της κρίσης και του ελέγχου του αναλυτικού υλικού. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, δείχνει την αποδοχή του ή μη γι' αυτό που ο ασθενής λέει ή κάνει. Κι εφόσον αυτός είναι που οδηγεί τον ασθενή στον σκοτεινό του κόσμο, έχει αυτή τη δύναμη. Αν ένας θεραπευτής αρνηθεί αυτή τη δύναμη, βρίσκεται εκτός επαφής με την πραγματικότητα της ζωής. Το θέμα είναι αν αναγνωρίζει και αποδέχεται ότι έχει αυτή τη δύναμη.
Η δύναμη είναι το θέμα για το οποίο αγωνίστηκα κατά τη διάρκεια της θεραπευτικής μου πρακτικής. Πίστευα ότι είχα την ικανότητα να προσεγγίσω το πρόβλημα του ασθενούς καθαρά και με το να διαβάσω τη γλώσσα του σώματος, θα μπορούσα να τον κατευθύνω σ' αυτό που πρέπει να κάνει για να νιώσει καλύτερα. Όταν ο ασθενής το έκανε, ένιωθε καλύτερα, αλλά δεν διαρκούσε. Αν και είχα μάθει από τον Reich ότι το θέμα δεν είναι να κάνεις, αλλά να αισθάνεσαι, η προσωπικότητά μου ήταν τέτοια που δεν μπορούσα να αποφύγω την προσπάθεια να το κάνω να συμβεί.
Πρέπει να πίστευα ότι αν το έκανα να συμβεί θα ήμουν ο υπεράνθρωπος που υποτίθεται ότι έπρεπε να είμαι. Πιστεύω ότι όλοι οι άνθρωποι στον πολιτισμό μας διδάσκονται ότι πρέπει να προσπαθήσουν να το κάνουν να συμβεί, δηλαδή να γίνουν υγιείς και ικανοί, επιτυχημένοι και αγαπητοί. Ξέρω ότι αυτό αληθεύει για τους ασθενείς μου και για μένα εξίσου. Αν αυτό που ψάχνουμε είναι το πάθος, η σεξουαλική ολοκλήρωση και η χαρά, δεν μπορούμε να το κάνουμε να συμβεί μέσω της θέλησης και της προσπάθειάς μας.
Τώρα, όταν δουλεύω με τους ανθρώπους, έχω ακόμη τον έλεγχο της θεραπευτικής διαδικασίας, γιατί εγώ την οδηγώ. Είναι δική μου ευθύνη να καταλάβω τον ασθενή και τα προβλήματά του και να του τα δείξω, ώστε να μπορέσει κι αυτός να τα δει και να τα καταλάβει. Χωρίς τη δική μου κατανόηση, είμαστε και οι δύο χαμένοι και αν εκείνος δεν έχει κατανόηση για τον εαυτό του είναι επίσης χαμένος. Είναι δική μου ευθύνη να τον καθοδηγήσω στο ταξίδι του της αυτοεξερεύνησης. Αλλά η ίαση είναι πέραν του ελέγχου μου.
Η ίαση είναι μια φυσιολογική διαδικασία του σώματος. Αν κοπούμε, το σώμα μας δεν γιατρεύεται αυτόματα;
Οι ζωντανοί οργανισμοί δεν θα είχαν επιβιώσει τόσο πολύ, χωρίς την έμφυτη ικανότητα να γιατρεύουν τις πληγές και τις αρρώστιες τους. Σαν γιατροί, μπορούμε να βοηθήσουμε τη φυσική ιαματική διαδικασία, αλλά δεν μπορούμε να γιατρέψουμε εμείς. Αν τα πράγματα είναι έτσι, γιατί δεν γιατρεύουμε έμφυτα τις συναισθηματικές μας διαταραχές, εφόσον αυτές αντιπροσωπεύουν πληγές για το σώμα μας και το μυαλό μας;
Η απάντηση είναι ότι δεν επιτρέπουμε να λειτουργήσει η ίαση. Την μπλοκάρουμε συνειδητά ή ασυνείδητα, όπως δείξαμε στα προηγούμενα κεφάλαια. Δεν μπορούμε να διώξουμε το φόβο μας με μια σκόπιμη πράξη που προέρχεται από τη θέλησή μας. Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να τον καταπιέσουμε, ώστε να μη φοβόμαστε το φόβο. Αλλά σαν συνέπεια, καταπιέζουμε και τις ζωτικές δραστηριότητες του σώματός μας, συμπεριλαμβανομένης και της διαδικασίας της φυσικής και αυθόρμητης ίασης. Μόνο με την παράδοση του ελέγχου του Εγώ μπορεί το σώμα να ξανακερδίσει την πλήρη ζωτικότητα και ενέργειά του, τη φυσική του υγεία και το πάθος του.
Η παράδοση στο σώμα και στα συναισθήματά του μπορεί να φανεί σε κάποιον σαν ήττα, κάτι που αφορά το Εγώ που ψάχνει να επικρατήσει. Αλλά μόνο με την ήττα μπορούμε να κερδίσουμε ελευθερία από τη φυλή των τρωκτικών της σύγχρονης ζωής, ώστε να βιώσουμε το πάθος και τη χαρά που προσφέρει η ελευθερία.
Βέβαια, αυτός είναι ένας στόχος που δεν επιτυγχάνεται εύκολα. Έχουμε το βάρος της γνώσης του σωστού και του λάθους και μιας συνείδησης που περιορίζει τον αυθορμητισμό μας. Και όπως έδειξα αλλού, το ταξίδι της αυτοεξερεύνησης δεν τελειώνει ποτέ. Η θεραπεία, όμως, είναι ένα πρακτικό θέμα. Δεν πρέπει το άτομο να είναι σε θεραπεία για όλη του τη ζωή. Έξι χρόνια πρέπει να είναι το μάξιμουμ, εφόσον τόσο χρειάζεται ένα παιδί για να κερδίσει αρκετή ανεξαρτησία ώστε να αφήσει το σπίτι και να πάει στο σχολείο.
Όταν ένας ασθενής ολοκληρώνει τη βιοενεργητική θεραπεία του θα πρέπει να κατέχει την κατανόηση και την τεχνική, που θα του επιτρέψει να προχωρήσει τη διαδικασία της αυτοεπίγνωσης, της αυτοέκφρασης και της κατοχής του εαυτού του. Θα πρέπει να ξέρει να φέρνει σε ισορροπία τη σχέση και την επαφή μεταξύ μυαλού και σώματος και να γνωρίζει ότι οι χρόνιες εντάσεις του συνδέονται με άλυτες συναισθηματικά συγκρούσεις προερχόμενες από την παιδική ηλικία. Αυτές οι συγκρούσεις ενεργούν και στο παρόν, εφόσον οι εντάσεις επιμένουν να είναι στο σώμα. Γι' αυτό θα συνεχίσει να δουλεύει με το σώμα του για να τις μειώσει ή και να τις εξαφανίσει. Ακόμα κι αν αυτό σημαίνει ότι θα συνεχίσει να κάνει τις βασικές βιοενεργειακές ασκήσεις, σαν μέρος της συνηθισμένης φροντίδας της υγείας του.
Alexander lowen
«Αφεθείτε στο σώμα σας και στη ζωή»