Η κοινωνία μας κάνει τα πάντα για να κρύψει τον θάνατo για να μην αντιμετωπίσουμε την πραγματικότητά του. Μακιγιάρουν το πρόσωπο και το σώμα ώστε η οικογένεια να μπορεί να πει: «Νόμιζε κανείς ότι είναι ζωντανός». Οι γιατροί γράφουν ηρεμιστικά. Αν ξεσπάσετε σε λυγμούς στο νεκροταφείο, σας απομακρύνουν από τον τάφο. Για να μην τα «τραυματίσουν» απαγορεύουν στα παιδιά να μπουν στο νεκρικό θάλαμο, δεν τα παίρνουν μαζί στο νεκροταφείο. Όλα αυτά ενισχύουν το αίσθημα του μη πραγματικού: «Δεν είναι στ’ αλήθεια νεκρός» και φρενάρουν τη διεργασία του πένθους. Άλλο πράγμα η διανοητική αποδοχή κι άλλο η συγκινησιακή και συναισθηματική αποδοχή. Η τελευταία περνάει από την ελεύθερη έκφραση των συναισθημάτων.
Όταν δεν μας αφήνουν να ξεσπάσουμε σε λυγμούς στην κηδεία, αυτοί παραμένουν μέσα μας. Τα κλάματα, λίγο αργότερα, μόνοι σε ένα απομονωμένο δωμάτιο, δεν έχουν πλέον την ίδια απελευθερωτική επίδραση. Η διεργασία του πένθους θα διακοπεί. Θα καταναλώσουμε την ενέργειά μας προσπαθώντας να συγκρατήσουμε τα δάκρυά μας, δημιουργώντας εντάσεις στο σώμα μας. Προσοχή στις αντιδράσεις κατά τις επετείους και τα άλλα ελαστικά...
Η αντίδραση του πένθους δεν είναι μόνο για τους πεθαμένους. Βιωμένη με διαφορετική ένταση, ανάλογα τη σημασία της, είναι συνέχεια κάθε απώλειας: ενός αποχωρισμού, αλλά και μιας μετακόμισης, της συνταξιοδότησης, μιας αλλαγής στην εργασία, μιας ελπίδας που διαψεύστηκε, μιας αναμονής χωρίς αντίκρισμα...
Τα στάδια του πένθους
Χάνετε ένα αντικείμενο που αγαπάτε, ένα κόσμημα, ένα σημαντικό χαρτί ή ένα πολύ αγαπημένο σας πρόσωπο...
Χάνετε ένα αντικείμενο που αγαπάτε, ένα κόσμημα, ένα σημαντικό χαρτί ή ένα πολύ αγαπημένο σας πρόσωπο...
«Όχι, δεν το έχασα. Κάπου θα το ξέχασα, θα το ξαναβρώ...»
«Όχι, δεν είναι νεκρός, δεν είναι δυνατόν!»
Το πρώτο στάδιο είναι εκείνο της άρνησης. Είναι αδύνατον ακόμα να αντικρίσετε την πραγματικότητα. Το άτομο προστατεύεται με μια πλημμύρα συναισθημάτων πολύ σημαντικών. Δεν θέλει να ζήσει κάτι τέτοιο, δεν θέλει να δει, να ακούσει, να καταλάβει.
«Ε, όχι!» Ο θυμός ανεβαίνει.
«Είναι άδικο, δεν θέλω να πεθάνει, γιατί έφυγε; Οι γιατροί είναι ανίκανοι, η υπηρεσία στην οποία ήταν είναι για κλάματα! Γιατί με εγκατέλειψε; Δεν είχε αυτό το δικαίωμα».
Διαμαρτύρεστε μπροστά στο αναπόφευκτο. Κατηγορείτε τα άστρα... ή στρέφετε τον θυμό σας ενάντια στον εαυτό σας διεγείροντας την ενοχή σας. «Έπρεπε να, αν ήξερα...»
Όταν σπάει ένας δεσμός, προσπαθούμε να τον αποκαταστήσουμε. «Δεν θέλω να φύγει, δεν θέλω να τον αφήσω».
«Έλεος Θεέ μου, στείλε μου πίσω τη φωτογραφία μου, κάνε να την ξέχασα σε κανένα συρτάρι!» Αρχίζετε να διαπραγματεύεστε. Ακόμα κι αν δεν είστε θρήσκος, δίνετε υποσχέσεις: «Από ’δω και μπρος θα είμαι προσεκτικός». Κι αν η απώλεια έλαβε χώρα τη στιγμή που κάνατε κάτι ασυνήθιστο ή απαγορευμένο: «Δεν θα το ξανακάνω». Εκτός κι αν ήσαστε έτοιμοι να ανάψετε μια λαμπάδα στον άγιο Χριστόφορο.
«Δεν θα τον ξαναδώ. Πάει, τέλειωσε». Είστε λυπημένος, κλαίτε. Πρέπει να λογικευτείτε. Ο θυμός δεν θα τον ξαναφέρει πίσω. Είναι η φάση της κατάθλιψης. Τίποτα πια δεν έχει ενδιαφέρον. Είστε εξουθενωμένος. Η ενέργεια που προσπαθούσε χθες ακόμη να διατηρήσει τον θυμό ή τη διαπραγμάτευση, δεν υπάρχει πια.
Όλα τέλειωσαν. Στενοχωριέστε, αλλά το αποδέχεστε Είστε έτοιμος να γυρίσετε σελίδα, να επενδύσετε σε καινούριους δεσμούς. Έχετε πενθήσει.
Αυτά τα στάδια, όπως τα υπέδειξε η δρ. Ελίζαμπεθ Ρος, είναι εκείνα που περνά ένας άνθρωπος ο οποίος πλησιάζει στον θάνατο, είναι επίσης εκείνα που περνά η οικογένεια που του συμπαρίσταται. Κάθε στάδιο είναι σημαντικό και εποικοδομητικό για το επόμενο. Το πένθος είναι μια διαδικασία που μας βοηθά να προσαρμοστούμε στη νέα κατάσταση.
Κάθε ανολοκλήρωτο πένθος δημιουργεί συναισθηματικά μπλοκαρίσματα. Όταν μας συμβαίνει κάτι πολύ φοβερό, βιασμός, μια δολοφονική απόπειρα, μια προδοσία από τους γονείς μας, θα θέλαμε αυτό το γεγονός να μην επηρεάσει τη ζωή μας. «Δεν θέλω να αισθάνομαι, δεν θέλω να το σκέφτομαι. Τότε, όμως, αφιερώνουμε ένα μεγάλο μέρος της ενέργειάς στο να κρατάμε απωθημένα τα συναισθήματά μας
Απόσπασμα από το βιβλίο
«η νοημοσύνη της καρδιάς»
της Isabelle Filliozat