Pulse of love 10/12/2013

Παρασκευή 16 Δεκεμβρίου 2016

Η θεραπεία προϋποθέτει εσωτερική όσο και εξωτε­ρική αλλαγή

Karoline Myss: "Γιατί οι άνθρωποι δεν θεραπεύονται και πως Μπορούν"
.
Μέρος έκτο

Πέμπτος μύθος: Η πραγματική αλλαγή είναι αδύνατη

Αυτός ο τελευταίος μύθος είναι ιδιαίτερα αποθαρρυντικός, επειδή έχει μεγάλη επιρροή στην ψυχή ανεξάρτητα από το αν κάποιος είναι σωματικά ασθενής. Ο λόγος που πιστεύουμε ότι η αλλαγή είναι αδύνατη είναι απλός. Σε κανένα δεν αρέσει η αλλαγή, και σε κανένα δεν αρέσει να αλλάζει ο ίδιος. Θέλουμε όλα να παραμένουν οικεία — κατά διαστροφικό τρόπο, ακόμη και σε πολύ δύσκολες καταστάσεις. Πιστεύουμε ότι “ο διάβο­λος που ξέρουμε είναι καλύτερος από αυτόν που δεν ξέρου­με”, κι έτσι βλέπουν οι περισσότεροι από εμάς τη διαδικασία της αλλαγής.


Αν και η αλλαγή είναι συνεχής και αναπόφευκτη, προτιμάμε να στρέφουμε την προσοχή μας -και μάλιστα ένα μεγάλο κομ­μάτι της— στο να εμποδίσουμε τις αλλαγές να συμβούν στη ζωή μας. Το να λες στους ανθρώπους να πάρουν την πρωτοβουλία για αλλαγές και να ανοίξουν τους ασκούς του Αιόλου που θα βγάλουν το καράβι τους από το ασφαλές του λιμάνι στην ταραγ­μένη θάλασσα, είναι σαν να τους ζητάς να καθίσουν σε αναμμέ­να κάρβουνα για ένα ολόκληρο απόγευμα. Ωστόσο η αλήθεια είναι ότι η θεραπεία και η αλλαγή είναι ένα και το αυτό. Αποτε­λούνται από την ίδια ενέργεια, και δεν μπορούμε να επιζητούμε να θεραπεύσουμε μια ασθένεια χωρίς πρώτα να εξετάσουμε ποιες στάσεις και πρότυπα συμπεριφοράς πρέπει να αλλάξουν στη ζωή μας. Μόλις εντοπίσουμε αυτά τα χαρακτηριστικά, πρέ­πει να κάνουμε κάτι. Αυτό απαιτεί να αναλάβουμε δράση, και η δράση φέρνει την αλλαγή.

Πολλοί άνθρωποι καταφέρνουν να πείσουν τον εαυτό τους ότι το να κόψουν μια κακή συνήθεια ή να αρχίσουν τακτική φυ­σική άσκηση είναι αρκετή αλλαγή για να φέρει τη θεραπεία. Σί­γουρα, αυτές οι αλλαγές στηρίζουν τη θεραπεία, αλλά, για να είμαστε ειλικρινείς, ελάχιστα συμβάλλουν στην αντιμετώπιση των πραγματικών θεμάτων που μπορεί να παρεμποδίζουν τη θεραπεία. Η θεραπεία προϋποθέτει εσωτερική όσο και εξωτε­ρική αλλαγή. 

Προϋποθέτει να κάνουμε στον εαυτό μας ερωτή­σεις όπως, “Με γεμίζει η ζωή που κάνω; Έχω δώσει τη δέουσα προσοχή στις προσωπικές μου ανάγκες, ή τόσο καιρό απλά προσπαθούσα να φροντίσω για τις ανάγκες των άλλων; ” Αυτές οι ερωτήσεις όχι μόνο κατευθύνουν την προσοχή μας σε εμάς τους ίδιους, αλλά και μας παρακινούν να αλλάξουμε κατεύ­θυνση στη ζωή μας, ακόμη και να μεταβάλουμε τη φύση μας. Σ’ αυτό το σημείο, αρχίζουμε συνήθως να διαφωνούμε με τον εαυτό μας, λέγοντας ξανά και ξανά ότι απλά δεν μπορούμε να αλλάξουμε τη φύση μας. “Έτσι ήμουν πάντα”, λέμε, “γιατί αυ­τός/ αυτή είμαι”.

Ο μύθος ότι η πραγματική αλλαγή είναι αδύνατη έχει διεισδύσει τόσο βαθιά μέσα μας όσο και το DNA μας. Οι πάντες και τα πάντα μοιάζουν να τον υποστηρίζουν, επειδή δεν θέλουμε να αλλάξουμε τον εαυτό μας, όπως και δεν πιστεύουμε ότι οι άλλοι μπορούν να αλλάξουν. Ακόμη κι όταν τρέφουμε την ελπίδα ότι κάποιος θα αλλάξει τα αρνητικά στοιχεία του χαρακτήρα του, συνήθως αμφιβάλλουμε ότι μια τέτοια μεταμόρφωση μπορεί πραγματικά να επιτευχθεί.

Για να φέρουμε την αλλαγή στα βάθη της ύπαρξής μας, πρέπει να παλέψουμε με εκείνα τα χαρακτηριστικά μέσα μας που είχαμε την τάση να αποφεύγουμε. Πολλές φορές δεν έχουμε καμία επίγνωση κάποιων κομματιών της προσωπικότητάς μας, είτε επειδή δεν θέλουμε να τα αναγνωρίσουμε είτε επειδή δεν δώσαμε ποτέ πολλή προσοχή στη σκιώδη μας πλευρά. Ανεξάρτητα από τους λόγους, πρέπει να τα αντιμετωπίσουμε μια γιο πάντα. Δεν είναι εύκολο έργο. Δεν μας αρέσει να βουτάμε στη σκοτεινή μας πλευρά, ούτε να φέρνουμε τους φόβους και το ελαττώματά μας στην επιφάνεια.


Σε ένα από τα σεμινάριά μου, μια γυναίκα σαράντα ενός χρόνων, η Λουίζα, μας μίλησε για την περιπέτειά της με τον καρκίνο των ωοθηκών από τον οποίο έπασχε. Είχε στραφεί για βοήθεια σε μια ψυχοθεραπεύτρια ειδικευμένη στον υπνωτισμό. Αρχικά, οι προσπάθειες να υπνωτιστεί δεν έφεραν αποτέλε­σμα, κυρίως επειδή η Λουίζα δεν μπορούσε να χαλαρώσει τόσο ώστε να εγκαταλείψει τον έλεγχο του μυαλού της. Μια μέρα η ψυχολόγος της πρότεινε να κάνει μασάζ πριν από το επόμενο ραντεβού τους. 
Έτσι κι έκανε, φτάνοντας στη συνέχεια στο ιατρείο κάπως πιο χαλαρή — αρκετά χαλαρή πάντως για να μπορέσει να αφεθεί. Κατά τη διάρκεια της ύπνωσης η Λουίζα άρχισε να μιλάει για το φόβο της για τα γηρατειά. Πίστευε ότι τα γηρατειά σήμαιναν απώλεια της ομορφιάς της, της ερωτι­κής της ελκυστικότητας, και επομένως της δύναμής της ως γυναίκας. Μιλούσε για τα γηρατειά σαν μια αρρώστια που δεν έχει γιατρειά, λέγοντας ότι όλο της το είναι προτιμούσε το θά­νατο από το να ζει σαν μια ηλικιωμένη που θα ήταν υποχρεω­μένη να βλέπει όλες αυτές τις νεότερες και πιο ελκυστικές γυναίκες.
Όταν η Λουίζα επανήλθε και η ψυχολόγος μοιράστηκε μαζί της αυτές τις αποκαλύψεις, η αντίδρασή της ήταν απόλυτα αρ­νητική. «Πώς γίνεται να φοβάμαι τα γηρατειά; Στο κάτω - κάτω, είναι ένα φυσικό στάδιο της ζωής. Όλοι γερνούν».

Στην επόμενη συνάντησή τους, η ψυχολόγος έδειξε στη Λουίζα κάτι γυναικεία περιοδικά γεμάτα φωτογραφίες ωραίων γυναικών. Ζήτησε από τη Λουίζα να σχολιάσει την ομορφιά των μοντέλων. Με κάθε σελίδα που περνούσε, η Λουίζα ένιωθε όλο και πιο δυσάρεστα, λέγοντας ότι κάτω από όλο αυτό το βάψιμο αυτές οι “θεές” ήταν απλές, συνηθισμένες γυναίκες. Η νευρικότητά της όμως αυξήθηκε κατακόρυφα όταν η ψυχολόγος της ζήτησε να φανταστεί πώς θα ήταν η ζωή για γυναίκες τέτοιας ομορφιάς. Εκείνη απάντησε ότι δεν είχε ιδέα. Και μετά η ψυχολόγος της τη ρώτησε αν πίστευε ότι αυτές οι γυναίκες Φοβούνταν τα γηρατειά.
«Και βέβαια τα φοβούνται», είπε η Λουίζα. «Πώς να μην τα Φοβούνται; Το πρόσωπό τους είναι η περιουσία τους, κι όταν αυτό χαθεί, τότε πάει και η καριέρα τους και η προσωπική τους ζωή. Κανένας άντρας δεν θέλει μια γριά».
«Τώρα μιλάς για τον εαυτό σου», αποκρίθηκε η ψυχολόγος, και πρέπει να το συνειδητοποιήσεις αυτό. Αυτός ο φόβος εί­ναι τόσο βαθιά ριζωμένος μέσα σου, που καταστρέφεις τα γυ­ναικεία σου όργανα επειδή απεχθάνεσαι τη διαδικασία της γήρανσής που συμβαίνει μέσα στο γυναικείο σου κορμί».
Η Λουίζα επέμεινε ότι δεν υπήρχε καμία απολύτως σχέση ανάμεσα στην ασθένειά της και σ’ αυτό τον “κατασκευασμένο” φόβο των γηρατειών. Κατά τη δική της άποψη, ο καρκίνος ήταν αποτέλεσμα άγχους από τη δουλειά της, ή ίσως η κακή της τύχη. Η Λουίζα δεν μπορούσε να ανοίξει το μυαλό της ούτε καν στην πιθανότητα μιας διαφορετικής ερμηνείας της κρίσης που περνούσε. Για εκείνη, η αλλαγή στον τρόπο που έβλεπε τα αράγματα ήταν αδύνατη, θα άλλαζε τη ζωή της μόνο μέχρι του σημείου που δεν θα επηρέαζε την εικόνα που είχε για τον εαυτό της.


Απ’ την άλλη πλευρά πάλι, βρίσκονται κάποιοι άνθρωποι που θεωρούν την εσωτερική αλλαγή όχι μόνο δυνατή αλλά και μια μικρή περιπέτεια, κυρίως όταν την προσεγγίζουν με μια δόση χιούμορ. Η Λίντα, που έπασχε από καρκίνο του δέρματος, ήταν μια πραγματικά υπέροχη γυναίκα, όλο χιούμορ και ζεστα­σιά. Αποφάσισε να δει τη θεραπεία της ως περιπέτεια, σχολιά­ζοντας: «Πάντα μου άρεσαν οι εξερευνήσεις, αλλά ποτέ δεν φανταζόμουν ότι θα πήγαινα για εξερεύνηση μέσα μου!»
Η Λίντα ήταν ανοιχτή σε κάθε μορφή θεραπείας που κυκλο­φορούσε στην αγορά. Αφού εξέτασε μια σειρά από θεραπευτι­κές δυνατότητες, συναντήθηκε με έναν άνθρωπο που ήταν ταυτόχρονα ψυχοθεραπευτής και δάσκαλος διαλογισμού. Συ­ναντιόνταν δυο φορές την εβδομάδα και, όπως μου είπε η ίδια: «Όταν δεν είμαστε έξω, είμαστε μέσα». Ένα τμήμα της θερα­πείας απαιτούσε να οδηγεί τη Λίντα σε κατάσταση διαλογι­σμού, και μετά να της υποβάλλει ερωτήσεις. Για να μπορέσει να συνεργαστεί απόλυτα μαζί του, εκείνη έφτιαξε ένα ποιηματάκι, που επαναλάμβανε μερικές φορές πριν χαλαρώσει και περάσει στη φάση του διαλογισμού: «Μπαίνω μέσα, να θερα­πευτώ- βγαίνω έξω, με σώμα γερό».

«Μια και ήταν κάτι που ήξερα ότι έπρεπε να κάνω», μου είπε, «σκέφτηκα ότι θα ήταν πολύ καλύτερα αν συνεργαζόμουν πα­ρά αν αντιστεκόμουν. Ποτέ δεν είχα καταλάβει ότι φοβόμουν να πλησιάσω τους ανθρώπους, αλλά το φοβόμουν. Και ανακά­λυψα ότι είχα και κλειστοφοβία, ένα φόβο ότι δεν θα μπορούσα να διαφύγω από κλειστά δωμάτια. Υποψιάζομαι ότι γι’ αυτό περνούσα τόσο χρόνο στην ύπαιθρο, και μάλλον το παράκανα με την έκθεσή μου στον ήλιο. Ο ψυχοθεραπευτής μου επισήμανε ότι και οι δυο αυτοί φόβοι περιστρέφονται γύρω από την εγγύτητα. Τώρα, κάθε φορά που είμαι σε έναν κλειστό χώρο μιλάω στον εαυτό μου, υπενθυμίζοντάς του ότι δεν έχω πια τέτοιο φόβο. Λέω επίσης, αν παραμονεύει κανένας άλλος φό­βος, να βγει και να φανερωθεί. Τώρα είμαι έτοιμη για όλα».

Σπάνια σκεφτόμαστε ότι η αλλαγή του εαυτού μας μπορεί να είναι μια περιπέτεια, αλλά γιατί να μην είναι; Η ασθένεια συνδέε­ται τόσο στενά με τους φόβους και την αρνητική συμπεριφορά που μπορεί να φοβόμαστε τη θεραπεία τόσο όσο και την ίδια την αρρώστια. Η επίγνωση του πόσο πολύ και πόσο βαθιά πρέπει να αλλάξουμε είναι τόσο τρομακτική όσο και αληθινή. Η αξιέπαινη στάση της Λίντα δείχνει το δρόμο για μια ευδιάθετη προσέγγιση της θεραπείας, όσο απίθανο και δύσκολο κι αν φαντάζει αυτό.


Ο Λάρι υπέφερε για καιρό από ημικρανίες, υψηλή πίεση και έλκος, μέχρι που τελικά έφτασε στο σημείο όπου βαρέθη­κε να ζει μέσα σε ένα “υποβαθμισμένο σώμα”, όπως το έθεσε. Ένιωθε ότι είχε γίνει ένα “σωματικό αχούρι” κι ότι ήταν “ο ιδιοκτήτης ενός φέουδου που το σύστημά του έπρεπε να εκσυγχρονιστεί”.
Ο Λάρι δημιούργησε ένα πρόγραμμα θεραπείας που κά­λυπτε όλες τις παραμέτρους: σωματική, νοητική, συναισθη­ματική και πνευματική. Κυρίως, όμως, έριξε το βάρος στα συναισθηματικά του προβλήματα, γιατί ένιωθε ότι αυτά βρίσκονταν στον πυρήνα της τοξικής του ενέργειας. Μου έκανε φοβερή εντύπωση ο Λάρι, επειδή ήταν ένας απ’ τους λίγους άντρες που είχα γνωρίσει που προχωρούσε σε μια εκ βαθέων αλλαγή, πράγμα που είναι κάπως πιο συνηθισμένο στις γυναίκες. Ένα κομμάτι της θεραπείας του, που είχε σκοπό να τον βοηθήσει να αντιληφθεί τις αδυναμίες και τα κενά του συναισθηματικού του κόσμου, ήταν να συναντιέται με φίλες του και πρώην κοπέλες του και να ρωτάει την καθεμιά πώς έβλεπε τον ίδιο και τον τρόπο που εξέφραζε τα συναισθήματά του.
Μετά πήγε σε μια ψυχοθεραπεύτρια και της έδωσε τη λίστα με τα χαρακτηριστικά που οι γυναίκες τού είχαν αποδώσει με ειλικρίνεια. Αυτά ήταν, μεταξύ άλλων, εγωκεντρισμός, έλλειψη συμπόνιας για τους άλλους, ανεξέλεγκτη οργή και μια τάση να υπερβάλλει για να τραβάει την προσοχή. Μόλις ο Λάρι ξεπέρασε το σοκ της ανακάλυψης του πώς τον έβλεπαν οι γυναίκες, εκείνος και η ψυχολόγος του στρώθηκαν στη δουλειά.

«Στην αρχή», είπε, «ένιωσα σαν να προσπαθούσαμε να σκαρφαλώσουμε σε ένα βουνό που δεν είχε κορυφή, αλλά ανέβαινε μέχρι τον ουρανό — ή μάλλον, σαν να σκάβαμε ένα πηγάδι χωρίς πάτο. Πρέπει να παραδεχτώ ότι ντράπηκα πολύ με αυτά που είπαν οι γυναίκες για μένα. Αν ήμουν υποχρεωμέ­νος να ξανακάνω κάτι τέτοιο, θα τους ζητούσα τουλάχιστον να δουν και κάτι — οτιδήποτε — θετικό, για να χρυσώσουν το χάπι.
Τέλος πάντων, η ψυχολόγος μου με έστρεψε προς την παιδική μου ηλικία για να δω αν θα μπορούσα να βρω εκεί την πηγή του εγωκεντρισμού μου. Τότε διαπίστωσα ότι πάντα επιδίωκα την προσοχή των γονιών μου και, αν και πάντα μου χάριζαν πολλή αγάπη και προσοχή, δεν ήταν ποτέ αρκετή. Πάντα ήθελα περισσότερη, και αυτή η ανάγκη διατηρήθηκε και στην ενήλικη ζωή μου. Κάποια στιγμή, είπα στην ψυχολόγο μου ότι είχα αρχίσει να με βλέπω ως ένα άθλιο υποκείμενο, αλλά εκείνη γέλασε και μου είπε ότι αυτή ήταν μια ένδειξη ότι ήμαστε στο σωστό δρόμο. Δεν έχω καταλάβει ακόμη τι εννοούσε με αυτό το σχόλιο, αλλά συνέχισα να συνεργάζομαι μαζί της».

Εξαιτίας του ενθουσιασμού του Λάρι και της άφοβης ενδοσκόπησής του, το κορμί του άρχισε να απελευθερώνει όλο και περισσότερη ένταση. Οι ημικρανίες δεν σταμάτησαν αμέσως, αλλά η πίεση του έγινε ξανά φυσιολογική και το έλκος του άρχι­σε να θεραπεύεται. Για να τον βοηθήσει να αντιμετωπίσει τις ημικρανίες του, η ψυχοθεραπεύτρια του παρουσίασε τη μέθοδο της ανάδρασης, που είναι γνωστή για την αποτελεσματικότητά της στις ημικρανίες, επειδή βοηθάει κάποιον να επικεντρωθεί στο να στείλει θερμότητα στα χέρια του, πράγμα που περιορίζει την πίεση στον εγκέφαλο.
«Παράλληλα με όλη αυτή τη θεραπεία», συνέχισε ο Λάρι, «ήθελα να γίνω ένας διαφορετικός άνθρωπος, αν έτσι θα έμενα υγιής. Φαντάζομαι ότι κι αυτή η απόφαση ήταν εγωκεντρική, αλλά ποιος νοιάζεται; Είχε αποτελέσματα. Κάθε φορά που έβγαινα με τους φίλους μου, δεν μιλούσα πια μόνο για τον εαυ­τό μου. Τους ρωτούσα τι κάνουν και προσπαθούσα να γίνω κα­λύτερος ακροατής. Στην αρχή, αυτός ήταν ένας τρόπος να τους εντυπωσιάσω με τον καινούριο μου εαυτό, αλλά στην πο­ρεία διαπίστωσα ότι με ενδιέφεραν πραγματικά αυτά που είχαν να μου πουν. Και κυρίως, μου άρεσε ειλικρινά ο άνθρωπος που γινόμουν». Δεν είναι περίεργο που ο Λάρι σύντομα θεράπευσε τις ημικρανίες του, όπως κι όλα τα άλλα.

Η αντίληψή μας ότι κρύβουμε την κακία στον πυρήνα μας συνοδεύεται από την αντίληψη ότι δεν αξίζουμε καμία βοήθεια, ανθρώπινη ή θεϊκή, ούτε έχουμε το δικαίωμα να επωφεληθούμε από τη βοήθεια που μας δίνεται. Προκειμένου να απελευθερωθούμε από αυτή τη συναισθηματική άγκυρα χρειαζεται μεγάλη προσπάθεια. Η απαιτούμενη προσπάθεια όμως δεν είναι υπεράνθρωπη· όπως απέδειξε κι ο Λάρι, το μόνο που χρειάζεται είναι θέληση. Ειλικρινά θαυμάζω τον τρόπο που ο Λάρι ανέλαβε τα ηνία της προσωπικότητάς του. Τόσο λίγο φόβο έμοιαζε να νιώθει για αυτά που κρύβονταν μέσα του, που αγνόησε τη γνώμη τρίτων, μαθαίνοντας πράγματα που οι περισσότεροι θα αντιμετώπιζαν με μεγάλη δυσκολία. Αλλά κανένα εμπόδιο δεν ήταν αρκετά μεγάλο για να απομακρύνει τον Λάρι από το στόχο του. Και, αν και η θεραπεία των ημικρανιών είναι μια μικρή αλλαγή σε σχέση με τη θεραπεία του καρκίνου, δεν ξέρω αν αυτό θα είχε σημασία για τον Λάρι από πλευράς προσέγγισης. Πιστεύω ότι θα νικούσε κάθε ασθένεια, ή τουλάχιστον θα την πάλευε μέχρι τέλους.

Ερωτήσεις για Προσωπική Εξέταση
Σκέφτεστε την αλλαγή πιο συχνά απ’ ό,τι ενεργείτε προς αυτή την κατεύθυνση;
Σκέφτεστε συχνά ότι η αλλαγή θα είναι περισσότε­ρο προβληματική και καταπιεστική παρά περιπε­τειώδης ή συναρπαστική;
Φαντάζεστε την αλλαγή ως κάτι που θα κάνει τη ζωή σας ανεξέλεγκτη και χαοτική;


Karoline Myss